10/01/2024
ACCABADORA της Μικέλα Μούρτζια
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη..Τότε που ξεκίνησαν όλα.
Είχε ησυχία μες στο μαγαζί και η Μπονάρια θυμόταν ακόμα την Άννα Τερέζα Λίστρου με τα μαλλιά της πλεξούδα, ενώ έχωνε τα τραχιά της χέρια μες στο τσουβάλι με τα άσπρα φασόλια της Τονάρα, λες και έπρεπε να τα διαλέξει ένα προς ένα. Φλυαρούσε ακατάσχετα με την μπακάλισσα και τη γυναίκα του φαρμακοποιού, μια στεριανή που φορούσε μια σκούρα γούνα σαν τις κυρίες της πόλης και πίσω από τα τζάμια της κασέλας εξέταζε προσεχτικά τα διάφορα είδη ζυμαρικών για σούπα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις γυναίκες, η Μαρία ήταν ένα τίποτα, μια διορία που πρέπει να σημειώσεις, γιατί αλλιώς την ξεχνάς. Δεν είχε καν το προνόμιο εκείνων των κολακευτικών σχολίων, που κάνουν οι γυναίκες όταν δηλώνουν γοητευμένες από τα παιδιά των άλλων. Η Μπονάρια, καθισμένη σε ένα σακί με ξερά κουκιά σε μια γωνιά του μαγαζιού, περίμενε να έρθει το γάλα της ημέρας και παρατηρούσε εκείνη την ξεχασμένη μικρούλα να κινείται γρήγορα ανάμεσα στα πράγματα που βρίσκονταν στο ύψος της: τα φρούτα, τα χρωματιστά πλαστικά φουρφούρια, το μεγάλο πανέρι με το φρέσκο ψωμί, τα τραχιά γόνατα της μάνας της.
Τα μάτια της γριάς ήταν τα μόνα που είδαν ότι από το καλάθι με τα κεράσια του Αρίτζο μια χουφτίτσα χάθηκε μέσα στις πτυχές του φουστανιού της Μαρίας, στην κρυψώνα μιας άσπρης τσέπης. Σ’ εκείνο το παιδικό πρόσωπο, η θεια-Μπονάρια δεν είδε να ζωγραφίζεται ούτε ντροπή, ούτε επίγνωση, λες και η απουσία κρίσης ήταν το σωστό αντιστάθμισμα για το ολοφάνερο γεγονός ότι ήταν αόρατη. Οι ενοχές, όπως και οι άνθρωποι, αρχίζουν να υπάρχουν από τη στιγμή που θα τους αντιληφθείς. Πράγματι, η Μαρία μετακινήθηκε αθώα προς τον πάγκο, όπου οι άλλες γυναίκες συζητούσαν τις υψηλές τιμές των λαχανικών, και φώλιασε σαν έντομο στον μικρό χώρο ανάμεσα στα οπίσθια της μητέρας της κι αυτά της γυναίκας του φαρμακοποιού, μαγεμένη από το σκούρο και γυαλιστερό τρίχωμα του ζώου που είχε πάνω της. Το κοίταζε με το στόμα μισάνοιχτο, συνεπαρμένη από τις αντανακλάσεις που έλαμπαν πάνω στη γούνα με την παραμικρή κίνηση. Η Μπονάρια Ουράι μάντεψε το τρυφερό αμάρτημα που ήταν έτοιμη η μικρή να διαπράξει, πριν ακόμα εκείνη χώσει τα δάχτυλά της στο πυκνό τρίχωμα που, στα μάτια της, φάνταζε παράξενο και απρόσμενα απαλό για κάτι νεκρό. Η γυναίκα του φαρμακοποιού δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται, και η Μαρία ένιωσε ότι μπορούσε ν’ αποτολμήσει περισσότερα. Πλησιάζοντας σ’ εκείνα τα οπίσθια που είχαν παχύνει από τις αρρώστιες των άλλων, έχωσε το μουτράκι της στο μαύρο τρίχωμα, ανασαίνοντας άπληστα τη μυρωδιά του. Μόνον τότε η γυναίκα του φαρμακοποιού ένιωσε το ψαχούλεμα και είπε κάτι ενοχλημένη, τραβώντας την προσοχή όλων στη μικρή.