10/01/2024
Είναι και αυτά τα γάντια, για τον χειμώνα. Τα γάντια της μηχανής. Που τα πετάς στην μπαγκαζιέρα μαζί με κάτι στραβές σακούλες για το σουπερμάρκετ, γεμάτα καυσαέριο, που όταν κάνει κρύο και τρέχεις να προλάβεις στην Κηφισίας –από τη στροφή για το Μαρούσι και έπειτα–, δεν ζεσταίνουν και πολύ. Άλλες φορές, τα πετάς κάτω από τη σέλα, όπως σου έρθει, αλλά είναι εκεί, γιατί ο χειμώνας στη μηχανή είναι ζόρικος. Τρυπώνει σε κάθε άνοιγμα των ρούχων, από τα μανίκια, στο πλάι του σβέρκου ίσως και στο παντελόνι που –έτσι όπως έκατσες στη σέλα– έχει τραβηχτεί πιο πάνω από την κάλτσα.
Αυτά τα γάντια είναι που ζεσταίνουν, που «κόβουν» το κρύο και που δεν πιάνουν με την πρώτη το φερμουάρ ή δεν πατάνε την οθόνη του κινητού.
Βγαίνεις από το μαγειρείο, καθαρίζεις με τη γλώσσα τα δόντια σου και κουμπώνεσαι. Οι κινήσεις είναι συγκεκριμένες. Τσέπη, κινητό, κλειδιά, λουκέτο. Δίπλα σου, εκείνη σπάει κούτες από τον κάδο. Την κοιτάς και φέρνεις το φερμουάρ μέχρι το σαγόνι. Τραβά μια σακούλα, ξεφεύγουν δυο στριφτές φλούδες από μήλο, ένα κόκαλο ακούγεται στο πεζοδρόμιο. Ψάχνεις τα κλειδιά και σκέφτεσαι. Εκείνο το μαλλί που ήταν λες και μόλις ξύπνησε, η λευκή τούφα, οι ξεθωριασμένοι αγκώνες στο γεμάτο χρώματα και τρύπες μάλλινο και το κρύο στα χέρια της μέσα στον κάδο. Ανοίγεις τη μπαγαζιέρα και όλα είναι μηχανικά. Κράνος, φλις για τον λαιμό, να μαζέψεις το μαλλί, να σκουπίσεις τη σέλα από τις ψιχάλες και τελευταία τα γάντια. Της πέφτει μια κούτα και γυρνάς. Στριμώχνει τα χαρτιά σε ένα καροτσάκι για τη λαϊκή. Μία ρόδα, πράσινο, σιδερένιο και διαμπερές σαν εκείνο της γιαγιάς που προεξείχαν κάνα δυο καρότα και η άκρες απ’ το φρέσκο κρεμμύδι. Δεν βρίσκει άλλες κούτες της προκοπής. Σηκώνεις το φλις για τον λαιμό, κλείνει το καπάκι από τον κάδο, φοράς το κράνος, σέρνει τα πόδια της στο πεζοδρόμιο, σκουπίζεις σέλα, σκύβει να πάρει ένα κομμάτι χαρτόνι απ’ το πλάι, αρπάζεις τα γάντια και κλειδώνεις.
Την κοιτάς. Δεν γελάει, σκέφτεσαι και θα ήθελες κάτι να βρεις εκεί. Τραβάει το καρότσι και φεύγει. Κάνεις να βάλεις τα γάντια, την ακούς που φτερνίζεται.
«Να σου πω», λες στην πλάτη της, αλλά δεν σε πιστεύει· συνεχίζει. «Με ακούς; Συγνώμη…» και σε κοιτά. «Ορίστε», πλησιάζεις με τα γάντια στα χέρια.
«Τι είναι;» την ακούς για πρώτη φορά.
«Για σένα… Τα θες;»
«Ποια; Τα γάντια;»
Έχεις μείνει με το χέρι τεντωμένο.
«Αν σε βολεύουν», διστάζεις.
«Τα γάντια, ε;» σας κοιτά. «Κι εσύ;» ρωτά με το βλέμμα στο βλέμμα σου.
Της τα δίνεις και γυρνάς για τη μηχανή. Κι εσύ; Σκέφτεσαι και βάζεις μπρος. «Μπορεί να σου είναι λίγο μεγάλα», φωνάζεις. Κατεβάζεις το σταντ και ανάβεις τη μηχανή. Στρίβεις με προσοχή.
«Μια χαρά είναι», παραμιλά. Κι εσύ; Περνά απ’ τον νου σου λες και ακόμα σε ρωτά.
Την παρατηρείς στη γωνία να τα φορά. Οι πατικωμένες κούτες περιμένουν. Πιάνει το καρότσι και φεύγει με ένα μειδίαμα στις ξεχασμένες ρυτίδες.
Δίνεις ένα γκάζι και δροσίζονται τα δάχτυλά σου στο ξαφνικό κρύο.
Κι εσύ; σκέφτεσαι ακόμα. Άσε με, εμένα.