03/07/2024
Για την ποίηση της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη
Ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας γράφει για το βιβλίο της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη «Κόκκινο στο χώμα».
Τον ευχαριστούμε θερμά
Όπως λέει η ίδια η διακεκριμένη συγγραφέας, δημοσιογράφος και
μάχιμος πνευματικός άνθρωπος, η ευαισθητοποιημένη για τα
προβλήματα τού πλανήτη στο προλογικό της σημείωμα:
«Τα ποιήματα αυτής της συλλογής γράφτηκαν κατά την περίοδο 2019-
2023, με εξαίρεση τα δημοσιογραφικά ημερολόγια Α’ κα Β’ που
γράφτηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία,
μεταξύ του 1991 και του 1995, κατά την περίοδο που επιμελούμουν τη
στήλη «Εδώ είναι Βαλκάνια» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.»
«Πατήρ πάντων Πόλεμος», απεφάνθη ο Ηράκλειτος.
«Μήτης πάντων Ειρήνη», λέω εγώ. Και η Δάφνη-Μαρία Γκυ-Βουβάλη,
προερχόμενη από την μητριαρχική Κάλυμνο επιβεβαιώνει τού λόγου το
αληθές.
Μια έντονη βιωματική διαμαρτυρία για κάθε μορφής βία, που γεννάει
φόβο κι αυτός με τη σειρά του τροφοδοτεί τον πόλεμο, συνιστά αυτό το
καλογραμμένο και προσεκτικά δομημένο βιβλίο με πεζόμορφα αλλά και
αμιγώς ποιητικά μέρη.
Κραυγή αποτελεσματικής διαμαρτυρίας. Εάν οι πνευματικοί άνθρωποι
δεν αντιδρούν κάθε φορά που βομβαρδίζεται ένα παιδί, τότε δεν έχει
κανένα νόημα μήτε ο Πολιτισμός μήτε η Λογοτεχνία μας.
Ξεχάσαμε κάθε έννοια δέους απέναντι στο «Θείον» με αποτέλεσμα να
τρώμε τις σάρκες μας και να μην χορταίνουμε. Σε ένα ιδιότυπο μαρτύριο
μεταξύ Τάνταλου-Σίσυφου-Προμηθέα κινείται η Ανθρωπότητα ολάκερη.
Ζει στον ζοφερότερο μεσαίωνα τής μακραίωνης ιστορίας της και ΔΕΝ ΤΟ
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ.
Οι ελάχιστοι σεμνοί και ταπεινοί εργάτες τού Λόγου και της Τέχνης είναι
το «άλας της γης», η «κρίσιμη» εκείνη «μάζα» στην Χημεία που
επιτρέπει τις εξώθερμες αντιδράσεις (τις μη αντιστρεπτές). Για το
περίφημο πολυαναμενόμενο «ποιοτικό άλμα» μίλησε ο Δανός
Φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκααρντ στην «Έννοια τής αγωνίας» του. Την
ίδια αγωνία εκφράζει ποιητική η Καλύμνια συγγραφεύς. Όχι αγωνία για
το μέλλον, αλλά για το παρόν!!! Το ζοφερό παρόν με το αίμα να
κοκκινίζει το χώμα και οι ατέλειωτες στρατιές των θυμάτων να μην
εξευμενίζουν το Μολώχ τής ερήμου, της στέπας, της κοιλάδας, της
μακρινής οροσειράς…
Σταχυολογώ ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα αυτή τής μεγαλόψυχης
λεκτικής ευωχίας, που παρά τον καταγγελτικό της τόνο λειτουργεί
δραματοθεραπευτικά και ομοιοπαθητικά προκαλώντας αισθητική
συνδημιουργική διέγερση τόσο στον «επαρκή» όσο και στον λεγόμενο
«μέσο» αναγνώστη, δεδομένου ότι η Δάφνη-Μαρία Γκυ-Βουβάλη γράφει
απλά, όπως μιλάει. Η επεξεργασμένη λεπτεπίλεπτη ιδιόλεκτός της είναι
τόσο ρέουσα, τόσο αληθοφανής, τόσο δραματικώς προφορική που
μοιάζει σχεδόν καθημερινή. Ο τόνος τής απεύθυνσης χαρίζει στο όλον
πόνημα την ευπροσηγορία τού φιλόξενου νοικοκύρη που υποδέχεται το
αναγνωστικό κοινό στο συγυρισμένο νοικοκυριό του.
Η φωνή
Με τα μάτια της βαθιά, μεγάλα
πάλλεται
Θάλασσες,
θάλασσες δικές της, νερά
δάκρυα.
Πάνω από την πόλη, από το πλατύ του ορίζοντα
το κύπελλο, αναβλύζει
διάφανη, γλυκιά βροχή, ένα παράπονο
που δεν σωπαίνει,
ένα παράπονο
που αιμορραγεί απ’ τα δεινά του κόσμου
σαν καμπάνα επιταφίου.
Καταιγίδα που δεν θα πάψει ποτέ να μιλά
μέσ’ από τα σωθικά,
καταρράκτης
που στη δίνη του αφήνομαι
και με ποτίζει λέξεις με ορμή
για τα δεινά του κόσμου
Ένα καταρράκτης των ανθρώπων η φωνή
τις άγριες μέρες
Μια νεροποντή
που αυλακώνει κλαίγοντας τα μάγουλα
στο πρόσωπο της γης
το χιλιοματωμένο
*
Η πολυπόθητη, τεχνουργημένη μουσική αντίστιξη επιτυγχάνεται με την
αλληλοδιαδοχή «ψυχρών» και «θερμών» μερών, παραστατικών και μη
παραστατικών, «εξωστρεφών» κι «εσωστρεφών».
(Άτιτλο)
Ένα παράθυρο ανοιχτό
η φωτεινή παγωνιά του Γενάρη
Ακούς το γέλιο της να φτερουγίζει
ανάμεσα στης μυγδαλιάς τ’ ανθάκια
οξυγόνο
ανυποψίαστο
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εναλλάσσεται με τον τριτοπρόσωπο, που
δεν είναι μεν «παντογνώστης», επιδεικνύει όμως άπειρη ενσυναίσθηση,
σε βαθμό θεατρικής-σκηνικής ταύτισης τού ηθοποιού με το υποδυόμενο
δραματικό πρόσωπο. Ο συγγραφέας είναι «υπό-κριτής» όταν πανάξιος
λογοτέχνης ΕΙΝΑΙ.
Δημοσιογραφικό Ημερολόγιο Α’
Επί του πιεστηρίου (Για τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, 1992)
Ο φόβος. Αδιαφιλονίκητος, κυρίαρχος, τροπαιοφόρος. Αργά-αργά, γλυκά κι
αθόρυβα με κοντοζυγώνει πισώπλατα, να με χτυπήσει.
Με γυροφέρνει μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά γύρω-γύρω, διαγράφοντας
τέλειους κύκλους με υπολογισμό καρχαρία, κι η στάθμη όλο ανεβαίνει, ξετυλίγει
ένα τρομαχτικό υφαντό και το πλέκει, με την αφοσίωση αριστουργηματικού
κεντήματος. Τρέχω πάνω σε μιαν ανηφόρα και λαχανιάζω, θέλω να
σταματήσω κι απαγορεύεται. Απλώνω τα χέρια μου κι ανοίγω τις παλάμες να
βγω στο φως, να φύγω έξω, κι οι ευθείες της φυλακής μου καταλήγουν σε
πλανερές εφτασφράγιστες γωνίες. Ακούω την καρδιά μου να βροντάει, ν’
αντηχεί στους τοίχους, δεν υπάρχουν παρά οι δείκτες του ρολογιού, και τα
πόδια κομμένα να πατούν πάνω στην κλειστοφοβία μου, ανάμεσα σε μένα και
σ’ αυτόν, τον φόβο, τον ανήκουστο φόβο που με κυριεύει. Πως θα κοιμηθώ, κι
όταν θα ξυπνήσω, οι φλόγες θα γλείφουν τους δικούς μου τοίχους.
Ο φόβος. Η βοή των αρμάτων. Η περιφορά των αγγέλων. Η μαρτυρία των
αυτοπτών. Η αποστροφή των βλεμμάτων. Το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων. Η
εσχάτη των ποινών.
Το πλοίο βυθίζεται και ο φόβος ανεβαίνει. Στροβιλίζεται σα ρουφήχτρα, και
υπολογίζει το ύψος με το πτερύγιο του θανάτου.
Σιωπώ κι ακούω τη φωνή μου σκαστή στα σκαλοπάτια να τα μετρά με
ανακοπές, σαν αναφιλητό αθώου. Ο φαρδύς, παιδικός φιόγκος στα μαλλιά μου
σαν αχλύ: αδράχνω σχήμα, και πιάνω αέρα. Λευκός, φαρδύς ο φιόγκος μου,
με τα κυματιστά του κορδελάκια, δεν έχει χαρά. Δεν έχει ελπίδα να γιορτάσει
την ύπαρξή του, δεν έχει πρόσωπο να καθρεφτίσει την πάστρα του και τα
γελαστά, κομψά, καμαρωτά του τσακίσματα, κι ήθελε τόσο πολύ να τα
προσφέρει, αλλά ο καθρέφτης έσπασε, το παράθυρο σφάλισε, και δεν έχει
λόγο ύπαρξης. Ο φαρδύς, γελαστός μου φιόγκος, είναι μάταιος.
Κόκκινα λουλούδια στο βάζο πάνω στο γραφείο μου – τιμωρία με τα χέρια στο
πρόσωπο, κόκκινα λουλούδια τις ώρες τις μικρές που με τυλίγουν, με σφίγγουν
μ’ όλη τους τη δύναμη, με γονατίζουν με όλο τους το άρωμα, σαν την ασφυξία
της βοής των αρμάτων, να με πνίξουν.
Ο φόβος είναι θριαμβευτής. Τρυπώνει μέσα στο σπίτι μου, ροκανίζει σαν τον
σκόρο τα σεντόνια στη γωνιά μου ως την τελευταία κλωστούλα, χτίζει πλιθάκι-
πλιθάκι την αψίδα του φοβερού θριάμβου του πάνω στα τυπωμένα γράμματα
του εκτυπωτή στην εφημερίδα μου, την μπήγει σαν καρφί μέσα στο σώμα μου,
κι εγώ ο συντάκτης νιώθω τον πόνο. Ακούω τη βοή, και πασκίζω να βουλώσω
τ’ αυτιά μου.
Με κυνηγάει σαν τον ψυχοπαθή ανάμεσα στα δωμάτια, μέσα στις χάρτινες
κορδέλες των ατελείωτων τηλεγραφημάτων, σκοντάφτω ανασφαλής στο δρόμο
και πέφτω ανήλεα στην αγκαλιά του σαν σε καλοστημένη παγίδα, και ιδρώνω
στο κρεβάτι μου, προσπαθώ να τραβηχτώ από τα δίχτυα κι αυτά κολλάνε
πάνω μου, κι εγώ ξυπνώ ουρλιάζοντας από έναν εφιάλτη που βλέπω μπροστά
μου αληθινό. Τον φόβο του πολέμου.
Ο φόβος. Μια στυφή γεύση στο στόμα, σαν πληγωμένο νεράντζι άδικα
ποδοπατημένο στο χώμα. Μέσα στο μυαλό μου λέξεις και εικόνες, μνήμες και
συνειρμοί – περίεργο είπα, πώς εκείνη η μέρα του Νοέμβρη έχει αφήσει μέσα
μου μόνο ένα γκρι. Μια εξέγερση είναι μια ζωή. Τεθωρακισμένα αντίκρυ σε
ψυχές. Κι όμως, η αθανασία δεν γονατίζει στη φθορά. Ούτε η μνήμη στον
άνεμο, σαν στροβιλίζει τα ξερά τα φύλλα των ανθρώπων. Σ’ όλη τη ζωή μου,
παρεμβάλλεται αυτή η μέρα. Μόνο που τώρα, τα χρόνια άσπρισαν. Τα χρόνια
τρομάζουν, κι οι άνθρωποι προγράψαν κιόλας πως είναι αργά. Είναι πια πολύ
αργά. Σαν ανώφελη μετάνοια, σαν ανεπίστρεπτος χαμός.
Μια στυφή γεύση στο στόμα ζωγραφίζει ένα ερωτηματικό. Ο φόβος, η μητέρα
κάθε υποδούλωσης. Του πολέμου η θηριωδία, η μητέρα κάθε φόβου. Σβήνουν
τα βλέμματα μπροστά στις ερπύστριες. Λιγοστεύει το φως από τ’ ανοιχτό
παράθυρο. Τα οράματα, αποστρέφουν το πρόσωπο. Από τ’ ανοιχτό
παράθυρο, η αγκαλιά της φύσης. Εξανδραποδισμένης και αμίλητης.
Πορτοκαλορόδινο το χρώμα του δειλινού, ότι τιμή αίματος εστί. Το χρώμα, που
καμιά ανθρώπινη παλέτα δεν μπόρεσε ποτέ να ζωντανέψει. Γλυκό και ήσυχο
το δειλινό. Μια πληγή.
Ο φόβος. Πόσο μαλακά και χαλαρά πατούν τα βήματα των περαστικών στα
νοερά τα χνάρια της ασφάλτου. Και πόσο ανάλαφρα χαμογελάνε στα γιορτινά
φορέματα, μέσα στις φθινοπωρινές βιτρίνες. Βυθίζουν το νήμα τους με
κανονικό σφυγμό στην αφή των πραγμάτων, τραβώντας την κουρτίνα στο
έκθετο τζάμι τη νύχτα: τι αδιάφορος κι ανακουφιστικός που στέκεται ο
γαλαζοπράσινος τοίχος του σπιτιού μου, απλώνω την παλάμη μου και αγγίζω
θεμέλια.
Νυσταλέα τα κιτρινισμένα φύλλα στα δέντρα, κοιτούν τις φθαρμένες
διακεκομμένες ευθείες της ασφάλτου, έτοιμα να στρώσουν νωχελικά το χώμα
γύρω της στα παρτέρια των πεζοδρομίων, να ζεστάνουν τη χειμερινή
εγκυμοσύνη της γης. Γέλια παιδιών κουδουνίζουν στην πλαϊνή γωνία, και
διαμαρτυρόμενες μάσκες αυτοκινήτων παρελαύνουν σαν πολυάσχολες
κοσμικές κυρίες. Αλήθεια, το ’χει παρατηρήσει άραγε ποτέ κανείς, πως τα
αυτοκίνητα γεννιούνται το καθένα με την δική του προσωπικότητα; Το
ξεχωριστό του μουτράκι, τα ματάκια του, το θόρυβο και την σιλουέτα του, το
χρώμα και την ψυχή του. Αλίμονο, αν δεν ήταν έτσι.
Τ’ αυτοκίνητα περπατάνε και οι άνθρωποι κυλούν, για να πάνε στις δουλειές
τους. Σαν τις σκάλες στα πολυκαταστήματα. Ο πλαϊνός κι ο απέναντι, ξυπνούν
κάθε πρωί τις σκέψεις τους, τις τοποθετούν σ’ ένα τεράστιο μυαλουδάκι, και
κυλούν ανυποψίαστοι στην πόλη. Το φως της μέρας ταξιδεύει την πόλη
μακριά-μακριά από δω, σαν φιλάρεσκη βαρκούλα στ’ ανοιχτά, σαν ολόδροσο
πανάκι σ’ εξωτικό νησί που δεν το καταλάβαμε, βυθίζει το νήμα της έξω από
τον κόσμο, ακριβώς μέσα στον κόσμο, επιβραδύνει τους σφυγμούς στη
συνηθισμένη αφή των πραγμάτων, κι αυτή ξορκίζει τα φαντάσματα. Διαλύει
τους καπνούς. Σκορπάει τα σύννεφα. Χαλαρώνει τους τένοντες. Τραβάς την
κουρτίνα, και γέρνεις τα παντζούρια.
Οι κόσμοι είναι δύο, ο πίσω και ο μπρος, ο μέσα και ο έξω, ο ορατός και ο
αόρατος, η πορεία μου εμένα της περαστικής στους καθημερινούς τους
δρόμους της ζωής, της φυγής και της αφηρημάδας μου, και η σιωπηλή, η
εγκληματική μηχανορραφία που πλέκουν πίσω από την πλάτη μου τα νοήματα,
ο κόσμος μέσα από τα γράμματα, πίσω από τις λέξεις, πέρα από τα τείχη, ο
απροκάλυπτος σφραγίζων την απλή, γεωγραφική απόσταση, ο αόρατος, ο
κοφτερός ο φόβος του πολέμου.
*
Δημοσιογραφικό Ημερολόγιο Β’
Ο συντάκτης (Για την Βοσνία, 1992)
Χτες το πρωί, μάζευα ανθρώπους απ’ τα σκουπίδια.
Σφίγγανε έντρομοι τα κουρέλια πάνω στο ξεγυμνωμένο κορμί τους με
τσαλακωμένο πρόσωπο, ολοστρόγγυλα βαθιά μάτια κι ορθάνοιχτο στόμα, και
με κοίταζαν σαν μαύρο μαντήλι στρατοδικείου. Χαραγμένη πάνω στο μέτωπό
τους ξεχώριζε η καταχώρηση του διαβατηρίου τους κραυγάζοντας
«πρόσφυγες», η περιφορά των αγγέλων στην αγκαθερή γη, με τους πένθιμους
λουλουδιασμένους επιταφίους των ονείρων τους. Τώρα, έρχεται ο λιμός.
Όλη την νύχτα τριγύριζα, όλη τη νύχτα γύρω-γύρω, ισορροπώντας πάνω σ’
ένα σκληρό, τραχύ σκοινί, κι ένιωθα την αφή του στα δάχτυλά μου, και την
γεύση του σαν τη σκόνη ξεχασμένου δωματίου πάνω στη γλώσσα μου. Τα
βήματά μου ψιθύριζαν σουρσίματα στο σκοτάδι, κι εγώ ολοφυρόμουν για τα
παιδιά, τόσα νεκρά παιδιά μες στους αιώνες, κι απάγγελλα αργά και ρυθμικά τα
ονόματά τους σαν μοιρολογίστρα.
Τόσα νεκρά παιδιά, που παρέλασαν μες στους αιώνες, ακούραστα, αγέρωχα,
περιμένοντας να υφάνουν για να το δουν ζωντανό, το δέντρο της ζωής. Οι
πατημένες πόλεις στοίχειωσαν πια στον ύπνο μου, κι έκραξαν τα σπασμένα
τους παράθυρα σαν κρίμα που αρθρώθηκε από φαρμακωμένα χείλη.
Βαδίζω μήνες ανάμεσα στα ερείπιά τους και γράφω, σκαλίζω τ’ όνομά τους στο
χώμα, μην το ξεχάσουν άδικα οι καταιγίδες. Είναι όμορφες οι καταιγίδες. Τα
παιδιά που τις θρέφουν με στοργή σαν ευλογία μέσα στα σπλάχνα τους,
περνούν στην αθανασία. Πίστεψα ξετυλίγοντας το νήμα τους, να αγγίξω
κάποτε την όμορφη ζωή που όλοι περιμένουν.
Όλοι περιμένουν, κι εγώ ελπίζω, ξετυλίγοντας ακόμη αυτό το νήμα.
Τριγύριζα, όλο τριγύριζα μέσα στη νύχτα, και τα χνάρια μου σκάλιζαν
πονεμένες κραυγές στη σιωπή. Ίσως μια μέρα η σιωπή ν’ ακουστεί, ίσως μια
μέρα να πουν, αυτή πέθανε, αλλά αντιστάθηκε πρώτα, δεν προσκύνησε, δεν
ήταν προσκυνημένη, κι αυτό δεν είναι θάνατος. Η σιωπή είναι κραυγή, κι οι
πατημένες πόλεις θα την συντροφεύουν πάντα, γιατί δεν γονάτισαν, δεν
χαμήλωσαν το βλέμμα, αλλά κουρσεύτηκαν με το κεφάλι ψηλά, ακόμη και
μπροστά στην τελευταία οβίδα.
Στοίχειωσαν οι πατημένες πόλεις στον ανήσυχο ύπνο μου. Κάθε μέρα γράφω
για πατημένες πόλεις. Οι ματιές είναι καταδίκη, στήνουν ικριώματα. Οι ματιές
των πολιορκητών κι οι ματιές των πολιορκημένων. Γκρεμίζουν αστραφτερούς
πύργους στην άμμο, μ’ ένα απλό φύσημα μιας ψυχής που αναστενάζει.
Το σκοινί που ισορροπώ είναι κρύο και σκληρό σαν λόγος. Πόσο σκλήρυναν οι
λόγοι, για να μοιάζουν με σκοινιά για ακροβάτες. Πόσο ψηλά κατοικεί το νόημα
που ψάχνουν οι άνθρωποι, και το ερωτεύονται κοιτώντας το με τόση
παραφορά στα μάτια. Κι εγώ ξετυλίγω ένα νήμα, και περιμένω.
Όλη τη νύχτα τριγύριζα, η νύχτα είναι δική μου. Έβαλα τις ανάσες μου μια-μια,
τις εμπιστεύτηκα σαν τις κουκλίτσες πλάι-πλάι στα σιωπηλά, κοιμισμένα ράφια
της. Ο αχός ακουγόταν ακόμη μακριά, σαν τους χτύπους της καρδιάς μου, κι
εγώ έγραφα. Μπορεί και να ’χει γίνει ένα μ’ αυτούς πια, από συνήθεια, και να
μην το κατάλαβα. Μπορεί κι απλώς να τους συνοδεύει, είναι πολύ βαθύ το
ποτάμι ανάμεσά τους για να το διαβούν και να σμίξουν.
Ο αχός του πολέμου γρατζούνιζε ακόμη έξω από το παράθυρό μου τον αέρα,
κι η αυγή ξημέρωσε με τα φώτα της σβηστά, μην την δουν και τη σημαδέψουν,
την πυροβολήσουν το χάραμα, καθώς θ’ αλαφιάζεται μέσα στους έρημους,
παγιδευμένους δρόμους, με μια μονάκριβη φρατζόλα ψωμί παραμάσχαλα, σαν
πεινασμένη μάνα.
Κάποτε, ο αχός θα κοπάσει. Και τότε, ίσως μπορέσω, έστω και με τα μάτια
υγρά, να κοιμηθώ επιτέλους για λίγο…
*
Η περιφορά των αγγέλων (Βαλκάνια 1992, Συρία 2022, Ουκρανία 2022)
Είμαι μόνη στη μέση της γης
είμαι νεκρή στη μέση του κόσμου
το αγκάθι του πόνου, τη φωνή της πληγής
αφουγκράστηκα, μ’ όνειρα πικραμένα
Άγγελοι σέρνουν την προσφυγιά τους
έξω απ’ τα πυρπολημένα σπίτια τους, ξανά
Ξέπνοοι στο χώμα οι άνθρωποι πλάι μου
πρωί-πρωί ύψωσαν στους κουρασμένους ώμους τους
τη λευκή σημαία του ‘γιατί’
και βάρυνε η ψυχή τους
Τσακισμένοι κορμοί
σπασμένοι μίσχοι
ραγισμένα πέταλα, ξανά
Πικραμένα όνειρα
Το ξέρω
δεν είναι ζωή μέσα στο πηγάδι
μοναχά φαρμακωμένες λέξεις
των ποιημάτων οι λέξεις
μαραμένες από του πολέμου το φαρμάκι
*
Νομίζω πως δεν χρειάζονται άλλα «δείγματα γραφής» προκειμένου να
διαγνώσουμε τόσο το θεματολογικό όσο και το αισθητικό-μορφολογικό-
ρυθμολογικό στίγμα τής λιθοξοϊκής δουλειάς μιας ακάματης
συγγραφέως που εργάζεται σκληρά νυχθημερόν ακονίζοντας την ήδη
διαπεραστική ευαισθησία της σε κοινωνικά θέματα διεθνούς βεληνεκούς.
Το «Καλό και Αγαθό» συμπεριλαμβάνονται στα πλατωνικά ιδανικά που
την κινητοποιούν. Άξιος ο έπαινός της.
Αξιοβράβευτος!!!