01/07/2024
Η κλινική εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας
Ξεκινώ με κάποιες διαπιστώσεις:
1. Η πρώτη επώδυνη διαπίστωση είναι πως η δική μου γενιά θα πληρώσει ένα βαρύ τίμημα για όλες τις κακοδαιμονίες και παθογένειες που στηρίξαμε ή ανεχθήκαμε, θα δούμε τα παιδιά μας να υποφέρουν, να φεύγουν μετανάστες, να πεθαίνουν.
2. Ο θάνατος είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός που στις μέρες μας έχει γίνει ταμπού. Ο βιολογικός θάνατος έχει συρρικνωθεί και εξοβελιστεί στους νοσοκομειακούς χώρους, μακριά από το οικείο περιβάλλον, σαν να είναι ασθένεια. Ακόμη κι αν γνωρίζουμε πως είναι σημαντικό να πεθαίνεις ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους, η αγωνία για επιμήκυνση της ζωής μας στερεί αυτό το δικαίωμα. Δεν μπορώ να φανταστώ επομένως πόσο τραγικό κι αδιανόητο είναι να πεθαίνεις νέος, με βίαιο τρόπο, ανυποψίαστος και μόνος μέσα σε ένα βαγόνι τραίνου, όπως συνέβη στο «έγκλημα» των Τεμπών. Και δεν μπορώ να φανταστώ τη συντριβή των ανθρώπων που έχασαν εκεί το παιδί τους, την αδελφή τους, τον αδελφό τους, κοκ. Που όχι μόνο έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά χάθηκαν και τα ίχνη του, χάθηκε η σωματική του υπόσταση, αυτή που μας είναι αναγκαία για να αποχαιρετίσουμε το νεκρό σώμα.
3. Βιώνουμε στην εποχή μας την διάρρηξη των σχέσεων, των διαπροσωπικών, των συντροφικών, των οικογενειακών, των κοινωνικών. Και φυσικά την διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και λαού, μεταξύ θεσμών και πολιτών. Θα σταθώ λιγάκι παραπάνω στο τελευταίο καθώς μοιάζει πλέον η ρήξη μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων της οικονομικής ελίτ και του λαού να είναι απόλυτη. Τα κροκοδείλια δάκρυα το μαρτυρούν, οι ξεδιάντροπες δηλώσεις επίσης, η ξετσιπωσιά τους το ίδιο. Και φυσικά το μαρτυρούν οι καλογραμμένες, αλλά δίχως ουσία, ομιλίες τους. Εκεί όπου αναδύεται το 4ο μου συμπέρασμα.
4. Έχουμε χάσει το νόημα των λέξεων. Όπως για παράδειγμα η λέξη ευθύνη έχει χάσει πλήρως το νόημά της και περιφέρεται ανάξια μεταξύ ατομικής, συλλογικής, αντικειμενικής και δεν ξέρω ‘γω ποιας άλλης κατεύθυνσης, μα πάντα πάνω στις ράγες της συγκάλυψης και της μη ανάληψής της.
5. Η παρακμή που βιώνουμε και τόσο επώδυνα αποτυπώνεται το τελευταίο διάστημα, μέσα από την καταγραφή όλο και περισσοτέρων γεγονότων που μας σοκάρουν, είναι προϊόν βαθιάς απορρύθμισης, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής και επιστημονικής.
Διανύουμε την δεύτερη δεκαετία μιας συνθήκης συνεχόμενων κρίσεων όπου κυριαρχούν πλείστα δυσλειτουργικά κοινωνικά φαινόμενα. Σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, οι διακρίσεις, οι αποκλεισμοί, η εγκατάλειψη, η βία, ο θάνατος δεν είναι τυχαία γεγονότα, ούτε δυστυχώς περιστασιακά. Έχουν ένα ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο, δηλαδή ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, το οποίο γεννά αντίστοιχα επιμέρους κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά φαινόμενα. Μεταξύ των στοιχείων αυτού του πλαισίου η διαφθορά της εξουσίας και η άνιση κατανομή του πλούτου παράγουν στρεβλά φαινόμενα σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που βυθίζεται στο απέραντο πένθος και τη ματαίωση αδύναμη να διαχειριστεί τις απώλειές της και να συνταχτεί δυναμικά προς την κατεύθυνση της αλλαγής. Μιας κοινωνίας οργισμένης που δυστυχώς διοχετεύει το θυμό της προς την κατεύθυνση των αδυνάμων, ο σύντροφος στη σύντροφο, ο γονιός στο παιδί, ο εργοδότης στον εργαζόμενο, κ.ο.κ.
Εν μέσω πένθους, θρήνου και οργής χρειάζεται πρωτίστως να μερέψουμε τον θυμό μας και να αυξήσουμε την ένταση της οργής προς τη σωστή κατεύθυνση. Βλέπετε πως η ελληνική κοινωνία συντάσσεται γρήγορα γύρω από τον πόνο κάθε οδυνηρού γεγονότος ή συνθήκης, αλλά εξίσου γρήγορα διχάζεται και ακροβολίζεται σε μια ιδιότυπη εμφυλιακή σύγκρουση που την καθηλώνει και την υποτάσσει.
Από την περίοδο της πανδημικής κρίσης όπου επιχειρείτε με επιτυχία το σενάριο χειραγώγησης της κοινωνίας μέσω της ατομικής ευθύνης, άρα της αυτοσυμμόρφωσης και του κατακερματισμού της, έχουν αυξηθεί οι εκφάνσεις διχασμού και διαίρεσης των πολιτών και παράλληλα της ομογενοποίησής τους στη μορφή του πολιτικά ορθού. Οι Έλληνες πολίτες νιώθουν αποδυναμωμένοι, ενίοτε αναπαράγουν τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες του συστήματος κι όσοι νιώθουμε πως παράγουμε αντίσταση είμαστε συνεχώς με μια αγωνία για το πώς μπορούμε να δράσουμε.
Ο πόνος μας ενώνει, ο θυμός μας διαιρεί, μας κομματιάζει – και φυσικά τον θυμό μας εκμεταλλεύεται και συντηρεί ένα καλά οργανωμένο σύστημα εγχώριας προπαγάνδας. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Εδώ που ο θυμός μεταφέρεται στον συνάνθρωπο, εδώ που ο θυμός εστιάζει σε λάθος λεπτομέρειες και διχάζει άσκοπα τους ανθρώπους: ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων, αγρότες εναντίον εμπόρων, ναυτεργατών εναντίων υπαλλήλων στον τουρισμό, κ.ο.κ. Μια ολόκληρη χώρα όπου ο ένας στρέφεται κατά του άλλου, η μια επαγγελματική ομάδα στρέφεται εναντίον μιας άλλης. Και στο μεταξύ η οικονομική ελίτ θερίζει ανεμπόδιστα και η κερδοφορία της έχει γίνει ταυτόσημο με την ανάπτυξη και την πρόοδο.
Από την άλλη σχεδόν αντανακλαστικά σε κάθε καταστροφή, σε κάθε δύσκολη συνθήκη, γενεαλογικά, στεκόμαστε με γενναιότητα, με θάρρος, με αλληλεγγύη και αλτρουισμό. Σε πολλές δύσκολες ιστορικές περιόδους οι Έλληνες επέδειξαν το θάρρος της ύπαρξης και σταθήκαν γενναία δίνοντας ακόμη και τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης, της αλήθειας. Πόσους ήρωες έχει η ιστορία μας και πόσους ήρωες έχει η καθημερινότητά μας;
Ύστερα όμως στην επόμενη φάση μας κατακλύζει ο θυμός, το δίκιο μας πιάνει από τον λαιμό, γινόμαστε σκληροί, άπονοι, ταμπουρωνόμαστε στα δικά μας και βυθιζόμαστε στα ατομικά μας συμφέροντα. Κάπου εκεί χάνεται ο στόχος για το συλλογικό καλό, ο αγώνας παύει να επιδιώκει την δικαιοσύνη και υπερασπίζεται την προσωπική δικαίωση. Και το συλλογικό καλό διαγκωνίζεται από την αδυναμία μας να συνθέσουμε έναν κοινό δρόμο για να το υπηρετήσουμε.
Αυτό για το οποίο χρειάζεται να αγωνιστούμε είναι ενάντια στην ασέβεια και την προδοσία της εξουσίας, μιας ελίτ που κυβερνά ξεδιάντροπα τη χώρα, λυμαίνεται τον πλούτο της κι αφήνει πίσω της διαλυμένες ζωές. Ζωές που ζουν με δόσεις, όπως στην οικονομική κρίση, με τρόμο, όπως στην πανδημική κρίση και με φιλοδωρήματα τώρα στην μεταπανδημική εποχή της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, της κρίσης των κάθε λογής «pass». Ο αγώνας για να αλλάξουμε την Ελλάδα μας δεν αφορά βέβαια μόνο τον έλεγχο της ελίτ, αλλά κι ένα σωρό άλλες παθογένειες, οι οποίες συντηρούν κι αναπαράγουν τη δύναμη της. Θέλει πολύ δουλειά ακόμη για να ξαναγίνουμε ένας λαός του μόχθου, της δημιουργικότητας, της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, δίχως να προσμένουμε το «κακό» για να το πετυχαίνουμε.
Η κοινωνία μας δεν έχει ακόμη τα συλλογικά διακυβεύματα που θα στεγάσουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο καθένας από μας είναι έρμαιο της ενδεχομενικότητας του υποκειμένου, της προσωπικής ματιάς δηλαδή που διαμορφώνει την πραγματικότητα. Για παράδειγμα δεν έχουμε συλλογικά διακυβεύματα για την βίωση του πένθους, με συνέπεια ο καθένας να βιώνει ατομικά την οδύνη του. Από τον θάνατο ως κοινωνικό γεγονός στην παραδοσιακή κοινότητα, έως τη μοναχικότητα και τη σιωπή της σύγχρονης διαχείρισης του πένθους έχουμε διανύσει μια μεγάλη απόσταση. Η κοινωνία μας κατά τη διαδικασία του μετασχηματισμού της δεν έχει βρει ακόμη σταθερά πατήματα ώστε να δημιουργεί ένα ενιαίο σύνολο αρχών και αξιών κι ένα ισχυρό πλέγμα ηθικής, με αποτέλεσμα το άτομο να ακροβατεί μεταξύ της ασάφειας και της σχετικότητας.
Η απουσία ενός συλλογικού παραδείγματος είναι και μια αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος. Έχουμε το πολιτικό σύστημα που μπορούμε να έχουμε, αυτό που μας αξίζει. Φυσικά το ίδιο το «σύστημα» έχει τις περισσότερες ευθύνες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πλαίσιο μιας οικογένειας, οι γονείς κουβαλούν το βάρος του προτύπου.
Το πολιτειακό σύστημα λειτούργησε ως ένα κλειστό σύστημα -κύκλωμα- όπου ενώ η ελληνική κοινωνία έκανε της δικές της αλλαγές, το πολιτικό σύστημα παρέμεινε αδρανές, ίδιο, δίχως τη σχετική ανατροφοδότηση που θα του επέτρεπε τις υγιείς του μεταλλάξεις. Το πολιτικό σύστημα είναι συνυφασμένο με τα διαγενεακά μας τραύματα, τα κουβαλά αναλλοίωτα, ως το κατεξοχήν σημάδι της μη αλλαγής. Ως σημάδι του ελληνικού μύθου, που αναγεννάτε από την αδυναμία μας να ζήσουμε «ελεύθεροι».
Έχουμε επομένως χρέος να ενισχύσουμε τους θεσμούς, ειδικά όσους πλήττονται από την ίδια την αυτό-ακυρωτική λειτουργία τους και να ενισχύσουμε την συλλογική αίσθηση του ανήκειν.
Έχουμε ένα προσωπικό καθήκον να άρουμε το παράδοξο της ατομικής ευθύνης, δεδομένου πως καμιά ευθύνη δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τον κοινωνικό δεσμό και μέσω της προσωπικής αλλαγής να επιχειρήσουμε την αρμολόγηση του κοινωνικού οικοδομήματος.
Τώρα είναι η ώρα να αγωνιστούμε ενάντια στην ματαίωση, στην ενοχή, στην ανοχή και στην φρίκη. Τώρα είναι η ώρα να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και με όχημα την προσωπική αλλαγή να δονήσουμε την κοινωνική αλλαγή. Το οφείλουμε στη μνήμη των παιδιών που δεν μπορέσαμε να προστατεύσουμε. Των παιδιών που χάσαμε, την ώρα που κοιμόμασταν βαθιά... Το οφείλουμε στα νανουρίσματα που έγιναν μοιρολόγια...