05/04/2024
ΜΑΤ ΜΠΑΡΜΠΙΕΡΕ, απόσπασμα από κείμενο του Μάνου Ναθαναήλ στο βιβλίο "Πορτόνι, 45 ιστορίες κορφιάτικου ταμπεραμέντου" που κυκλοφορεί!
Οι νομάδες του Καφέ-Γυαλί
«Ε, δεν θα μας κάνεις και ματ μπαρμπιέρε!» Η τενόρε κοντραλτίνο φωνή του κυρ Γιάννη, κάτι ανάμεσα σε ξεπεσμένο αριστοκράτη του 19ου αιώνα και υπέρβαρο Πόρθο, ακούστηκε παράξενη στο παλιό καφενείο του λιμανιού.
Όλοι οι θαμώνες στο χειμωνιάτικο Καφέ-Γυαλί έδειξαν να καταλαβαίνουν πολύ καλά το νόημα των λόγων του, οπότε έκανα κι εγώ ότι καταλαβαίνω. Ήμουν ακόμη δόκιμο μέλος της φυλής των νομάδων του σκακιού και έπρεπε να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός. Δεν ρώτησα φυσικά κανέναν, αλλά κράτησα μια νοερή σημείωση: «Ματ μπαρμπιέρε. Να μάθω τι σημαίνει».
Μόλις είχα ξαναγυρίσει στο νησί στα μέσα τις δεκαετίας του ’70, μετά το πρώτο καλοκαίρι της μύησής μου στη γοητεία των 64 τετραγώνων, και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ρωτήσω πού μαζεύονται οι σκακιστές. Είχα δυο εβδομάδες στη διάθεση μου (τις διακοπές των Χριστουγέννων) και ήμουν αποφασισμένος να παίξω όσο περισσότερο σκάκι μπορούσα.
Η εφηβική μου ορμή δέχτηκε μια πρώτη ψυχρολουσία όταν διαπίστωσα ότι το στέκι των σκακιστών του νησιού ήταν ένα κρύο και γκρίζο καφενείο στο Παλιό Λιμάνι, εκεί που τελειώνουν τα Μουράγια.
Τα καφενεία των λιμανιών και των σταθμών είναι παράξενα μέρη. Χωρίς διακόσμηση, μόνο με τα απολύτως απαραίτητα και λειτουργικά, μοιάζουν να είναι μόνιμα κολλημένα δύο δεκαετίες πίσω από την εποχή τους. Δεν χρειάζεται να γοητεύσουν τον πελάτη, δεν θέλουν να τον κρατήσουν, δεν μπορούν να τον κρατήσουν. Όλοι είναι ταξιδιώτες, περαστικοί. Το Καφέ-Γυαλί, στην άκρη του Παλιού Λιμανιού, τιμούσε τον ρόλο του με θολές από την αρμύρα τζαμαρίες, μυρωδιά τσιγάρου που δεν έφευγε ποτέ και κιτρινισμένους τοίχους βαμμένους με λαδομπογιά. Στη μια πλευρά ένα χαμηλό επαγγελματικό ψυγείο-βιτρίνα «Νάσης».
Αδικαιολόγητη η απογοήτευση μου αναγνώστη μου. Μελετώντας τη βιβλιογραφία του σκακιού τα χρόνια που ακολούθησαν, ανακάλυψα ότι η ιστορική διαδρομή του στην Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κέρκυρα περνάει μέσα από τους ναούς της λατρείας του εκρηκτικού ευωδιαστού κόκκου, τα καφενεία. Ακόμη κι αυτά των λιμανιών.
Τα καφενεία του ζατρικίου
Στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στη Βενετία, στο Παρίσι, η αφρόκρεμα του σκακιού του 19ου αιώνα πέρασε από το Café Central, το Old Slaughter’s Coffee House, το Florian, το Café de la Régence, μαζί με ποιητές, μουσικούς, αρχιτέκτονες, ζωγράφους και γλύπτες. Το σκάκι, που ήρθε στην Κέρκυρα γύρω στο 1840, βρήκε καταφύγιο στα φιλολογικά στέκια της εποχής. Ο Μαρκοράς και ο Πολυλάς, παθιασμένοι και οι δύο με το σκάκι, έστησαν το δικό τους στέκι «στο εν Γαρίτση καφενείον του Ανανία, εις το οποίον ο ποιητής [ο Μαρκοράς] εσύχναζεν. Από του 1853 μετέθεσεν την έδραν του εις νεότευκτον εν Κερκύρα καφενείον του Χρήστου, τινός Παξίου […] Ο Σολωμός ότε ευρίσκετο εις την Κέρκυραν ήτο εκ των τακτικωτέρων θαμώνων των καφενείων αυτών». Σε ανταπόκριση του στην εφημερίδα Ακρόπολη της εποχής, ο Σπανδωνής περιγράφει τον Πολυλά κάπως έτσι: «Ιδιότροπος εις την ενδυμασίαν του, ιδιόρρυθμος την φυσιογνωμίαν, αποφεύγων τας πολλάς σχέσεις, ολιγόλογος, μανιακός παίκτης του ζατρικίου, μεταφραστής του Ομήρου και του Σαιξπήρου, και εις εκ των στερεωτέρων στύλων του ιδιορρυθμοτάτου καφενείου της Ωραίας Ελλάδος εν Κερκύρα». Ο Πολυλάς είχε μετακομίσει εκεί από ένα καφενείο όπου έπαιζε σκάκι, το «Καφενείο του Παναγή», του Παναγή Ραφτόπουλου και των αδελφών Φάντη, όταν παρεξηγήθηκε μαζί τους για τα πολιτικά.
Αυτή η μετακόμιση από καφενείο σε καφενείο —όπως κατάλαβα και τις δεκαετίες που ακολούθησαν— είναι η ιστορία της νομαδικής φυλής των σκακιστών της Κέρκυρας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ειδικά στη Σπιανάδα το καραβάνι του σκακιού πέρασε και άπλωσε τις σκακιέρες του σχεδόν παντού: Στον ρυπαρό Καρβουνιάρη, στον αυστηρό Ζούμπο, στον εμβληματικό Ζήσιμο, στον θερινό Κωστάκη, στο ειδυλλιακό Art Café, στο φιλικό Serrano, στο θνησιγενές Coffee and Books, και τα τελευταία χρόνια στο Ακταίον. Πέρασε και για ένα φεγγάρι από την Αναγνωστική Εταιρία —λίκνο του κερκυραϊκού σκακιού τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα—, μέχρι που εξεδιώχθη όταν οι ταγοί της πρεσβυγενούς εταιρίας αποφάσισαν ότι η τράπουλα αρμόζει περισσότερο από το σκάκι στην ιστορία της.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο λιμάνι................................................................
Φωτογραφία: Franz Grasser 1937-1939, Θαμώνες στο Καφέ-Γυαλί, συλλογή Θ. Μεταλληνού