06/12/2021
Έρχεται από τις εκδόσεις μας...
Αν ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να θριαμβεύσει και να μας πάει πολύ πιο πέρα από την εποχή του, μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας ως το πιο ζωντανό παράδειγμα γραφής και σκέψης, τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. Ο Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα εκδίδει για πρώτη φορά το πρώτο μέρος του δίτομου έργου το 1605, με τίτλο Ο ευφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα, και το 1615 το δεύτερο μέρος του βιβλίου, αφήνοντας για πάντα ακέραιο και ανεξίτηλο το συγγραφικό του στυλ, ανάμεσα στα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του σύγχρονου μυθιστορήματος. Τον 16ο αιώνα ο Θερβάντες έρχεται να μας μιλήσει για την βαθιά του πίστη στη ζωή και την λογοτεχνία, με τρόπο καυστικό και καλοπροαίρετα ειρωνικό, εκφράζοντας με ελευθερία την ιδέα ότι η λογοτεχνία δεν προορίζεται για να μας ψυχαγωγήσει αλλά για να μας διδάξει και να μας εμπλουτίσει ώστε να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες της ζωής, έχοντας ηθικές αξίες, ανιδιοτέλεια και ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους μας. Καυτηρίαζε με γνώση και χιούμορ κάθε υποκρισία, σκληρότητα αλλά και την σοβαρότητα της εποχής του. Ο ήρωάς του υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα με τρόπο ασύλληπτο μερικές φορές για τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης χρειάζεται να κατανοήσει έναν άλλο τρόπο σκέψης αντίπερα από το συνηθισμένο και το προφανές, αλλά ωστόσο βαθιά ανθρώπινο και απλό. Οι κορυφαίοι διάλογοι του δον Κιχώτη με τον αιώνιο ιπποκόμο του Σάντσο Πάντσα είναι γεμάτοι σοφία, πάθος και πείρα ζωής. Οι ατελείωτες και κωμικοτραγικές περιπέτειές τους αναζητούν να αναδημιουργήσουν έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η δικαιοσύνη και η αλήθεια. Όσο εξελίσσεται η μυθοπλασία του Θερβάντες η φαντασία και η λογική αντιμάχονται η μία την άλλη αλλά ταυτόχρονα ενυπάρχουν με τρόπο που μας υπενθυμίζουν διαρκώς την ανθρώπινη φύση και τα διλλήματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο κάτω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η ιστορία του δον Κιχώτη της Μάντσα βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και αλλαγή. Και ίσως μας καλεί να οραματιστούμε τις άπειρες δυνατότητές μας…
(Από την Παρουσίαση του βιβλίου)
{…} Μέσα στις σκοτεινές σπηλιές
του ζοφερού και μαύρου Χάους,
όπου έζησα πολύ αναζητώντας
τα μυστικά της Φύσης, άκουσα
τα πικραμένα λόγια και τον θρήνο
της όμορφης αρχόντισσας,
της Δουλτσινέας ντελ Τομπόσο.
Ήξερα πως τη μάγεψαν σκληρά
και από κόρη ευγενικής καταγωγής
τη μεταμόρφωσαν σε άσχημη
και άξεστη χωριατοπούλα.
Ένιωσα πόνο στην καρδιά,
έψαξα όλα τα βιβλία της μαγείας,
πήρα του σκελετού την όψη
και ήρθα εδώ για να σας δείξω
τον τρόπο για να λύσετε
τα μάγια της άτυχης κοπέλας.
Εσύ, της ιπποσύνης το καμάρι,
Άστρο λαμπρό και φάρε φωτεινέ,
που άφησες την άνετη ζωή σου
για δρόμους κακοτράχαλους,
Μεγάλε ήρωα που έγινες τραγούδι,
της Μάντσα λάμψη και τιμή,
της Ιβηρίας ένδοξο βλαστάρι,
Γενναίε ιππότη δον Κιχώτη,
για να μπορέσει η Δουλτσινέα
το κάλλος της να ξαναβρεί,
πρέπει ο φίλος σου ο Σάντσο
τρεις χιλιάδες και τριακόσιες
βουρδουλιές που θα πονέσουν
να δεχτεί στα γυμνά του πισινά.
Έτσι αποφάσισαν αυτοί
που κυβερνούν τον πόνο.
Κι εγώ αμέσως έτρεξα εδώ
μπροστά σας, άρχοντές μου,
για να σας μεταφέρω εκείνα
που με πρόσταξαν να πω.
«Παναγία μου!» φώναξε ο Σάντσο. «Καλύτερα τρεις μαχαιριές στο σώμα μου παρά τρεις χιλιάδες ξυλιές με το μαστίγιο. Ο διάβολος να πάρει τέτοιο λύσιμο από τα μάγια! Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει η πλάτη μου με τους μάγους. Για τον Θεό, εάν ο σενιόρ Μέρλιν δεν έχει βρει κάποιον άλλο τρόπο για να γλιτώσει η σενιόρα Δουλτσινέα ντελ Τομπόσο, θα τη βάλουν στον τάφο μαγεμένη».
«Θα σε πιάσω, μωρέ βλάκα, που βρωμοκοπάς σκόρδο», είπε ο δον Κιχώτης, «θα σε δέσω σε ένα δέντρο γυμνό όπως σε γέννησε η μάνα σου και δεν θα σου ρίξω τρεις χιλιάδες τριακόσιες βουρδουλιές, αλλά έξι χιλιάδες εξακόσιες, που δεν θα τις ξεχάσεις ποτέ. Μη βγάζεις λέξη, γιατί θα σε αρχίσω αμέσως».
«Όχι, δεν πρέπει να γίνει έτσι», είπε ο Μέρλιν. «Ο Σάντσο πρέπει να ρίξει τις βουρδουλιές μόνος του και όποτε αποφασίσει, δηλαδή με τη θέλησή του και όχι δια της βίας. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος για να μαστιγωθεί. Εάν πάντως θέλει να γλιτώσει το μισό ξυλοφόρτωμα, μπορεί να αφήσει κάποιον άλλο να το κάνει, αλλά πρέπει να έχει βαρύ χέρι».
«Δεν θα με αγγίξει κανένας, ούτε με βαρύ ούτε με ελαφρύ χέρι», φώναξε ο Σάντσο. «Μήπως γέννησα εγώ τη δόνα Δουλτσινέα ντελ Τομπόσο για να πληρώσω τις αμαρτίες των όμορφων ματιών της; Αυτός που πρέπει να μαστιγωθεί είναι ο αφέντης μου, που την αποκαλεί συνεχώς “ψυχή μου” και “καρδιά μου”. Εγώ όμως γιατί να τιμωρηθώ με τόσες βουρδουλιές; Αποκλείεται!»
Καθώς μιλούσε ακόμα, η κοπέλα με το χρυσοκέντητο φόρεμα, που καθόταν δίπλα στον Μέρλιν, σηκώθηκε από τη θέση της, τράβηξε τον πέπλο από το πρόσωπό της και φάνηκε το υπέροχο πρόσωπό της.
«Άθλιε υπηρέτη», είπε με δυνατή και πονεμένη φωνή, «άσπλαχνε και αδιάντροπε, από πέτρα είναι η καρδιά σου; Εάν σου ζητούσαν να πέσεις από έναν ψηλό πύργο, να καταπιείς δέκα βατράχια, είκοσι σαύρες και τριάντα φίδια, να σφάξεις τη γυναίκα και τα παιδιά σου με ένα κοφτερό γιαταγάνι, κανένας δεν θα απορούσε εάν έλεγες όχι. Η άρνησή σου όμως να δεχτείς τρεις χιλιάδες τριακόσιες βουρδουλιές, κάτι που κάνουν όλα τα καλογεροπαίδια μια φορά τον μήνα, είναι αρκετή για να συγκλονίσει όλες τις ευγενικές καρδιές που ακούν τα λόγια σου. Κοίταξε, θλιβερό πλάσμα, τα μάτια μου που μοιάζουν με λαμπερά αστέρια και θα δεις τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά μου. Δεν θα συγκινηθείς, άσπλαχνε, σκληρό τέρας, βλέποντας τα νιάτα μου –δεν είμαι ούτε είκοσι ετών ακόμα- να μαραίνονται κάτω από την εμφάνιση μιας άξεστης χωριατοπούλας; Δεν είμαι όπως με βλέπεις αυτή τη στιγμή. Είναι μια χάρη που μου έκανε ο σενιόρ Μέρλιν για να μπορέσει να μαλακώσει την καρδιά σου. Τα δάκρυα μιας όμορφης αλλά δυστυχισμένης κοπέλας μπορούν να κάνουν μπαμπάκι μια πέτρα και πρόβατο μια τίγρη. Έλα λοιπόν, απάνθρωπο κτήνος, άσε στην άκρη το ασυγκράτητο πάθος που σε ωθεί μόνο να τρως συνεχώς και χτύπα τη γαϊδουρινή πλάτη σου για να ελευθερωθεί το τρυφερό σώμα και το όμορφο πρόσωπό μου. Εάν δεν θέλεις να το κάνεις από λύπη για εμένα, κάνε το για χατίρι του ευγενικού ιππότη που βρίσκεται δίπλα σου. Εννοώ τον αφέντη σου, που βλέπω ότι η ψυχή του έχει φτάσει μόλις δέκα δάχτυλα από το στόμα του και περιμένει μόνο την απόκρισή σου για να ξανά γυρίσει στο στήθος του».
Ακούγοντάς την, ο δον Κιχώτης πασπάτεψε τον λαιμό του και μετά στράφηκε στον δούκα.
«Πράγματι, σενιόρ», του είπε, «η Δουλτσινέα μιλάει σωστά. Νιώθω την ψυχή μου να έχει γίνει κόμπος στο λαρύγγι μου».
«Τι λες για όλα αυτά, Σάντσο;» ρώτησε η δούκισσα.
«Λέω, σενιόρα, αυτά που είπα πιο πριν. Αποκλείονται οι βρωμοδουλιές».
«Βουρδουλιές Σάντσο, όχι βρωμοδουλιές», είπε ο δούκας.
«Άει παράτα με, εξοχότατε», απάντησε ο Σάντσο. «Δεν έχω καμία διάθεση για ορθογραφίες και ένα γράμμα παραπάνω ή παρακάτω. Το μαστίγωμα που προτείνουν με έχει αναστατώσει τόσο πολύ που δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Θα ήθελα όμως να ξέρω που έμαθε η σενιόρα Δουλτσινέα ντελ Τομπόσο να ζητάει τέτοιες χάρες. Έρχεται, μου λέει να καθίσω να με μαστιγώσουν, με αποκαλεί άσπλαχνο, απάνθρωπο, σκληρό τέρας και με βρίζει με λόγια που δεν τα λέει ούτε ο διάβολος. Τι με νοιάζει εμένα εάν την έχουν μαγέψει; Μου έφερε τίποτα ωραία ρούχα, πουκάμισα, μαντίλια ή κάλτσες για να με καλοπιάσει; Τίποτα. Μόνο βρισιές, αν και ξέρει την παροιμία που λέει ότι “Ο γάιδαρος φορτωμένος με χρυσάφι ανεβαίνει ευκολότερα στο βουνό” και “Τα δωράκια νικούν τις αντιρρήσεις” και “Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει”. [...}
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Μετάφραση: Γιώργος Κουσουνέλος