06/01/2025
"Κοιτάζει τα χέρια της.
Πώς έγιναν έτσι;
Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες,
τόσες ελιές και σημάδια,
τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια
τα κουβαλάει μαζί της
και ποτέ δε γύρισε να τα κοιτάξει.
Ούτε τότε που ήταν χλωρά,
ούτε που μέστωσαν,
ούτε που μαράθηκαν,
ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της
ήταν αλλού, όχι στα χέρια της:
μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί,
μην το παρακάνει το βράδυ
με τον άντρα της
- όποτε τύχανε, μια στις τόσες -
κι ακούσει πάλι τα λόγια του,
καρφί στην καρδιά της
''πού τα 'μαθες αυτά μω γυναίκα;''
Κοιτάζει τα χέρια της
σα να τα βλέπει πρώτη φορά.
Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται
άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της,
σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαιδέψει.
Και τί δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια,
στα κρύα και στα λιοπύρια,
στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα,
στα κάτουρα και τα σκατά.
Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της
αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της.
Τί θα τα κάνει;
Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της
να μην τα βλέπει,
να τα χώσει στην περούκα της διπλανής
που κοιμάται με το κεφάλι γουλί,
να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες
που της έφερε ο γιος της
μόλις τού 'πε ότι κρυώνει
εδώ στο γηροκομείο που την έριξε
η μοίρα της;
Τόσα χρόνια
δε γύρισε να τα κοιτάξει
και τώρα δε μπορεί να πάρει
τα μάτια της από πάνω τους.
Κι όταν δεν τα κοιτάει,
ή κάνει πως δεν τα κοιτάει,
την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τί περιμένεις,
αφού δεν έχουν δουλειά
κάθονται και κοιτάνε.
Δεν είναι που κοιτάνε,
άστα να κοιτάνε, είναι
που κοιτάνε σα να θέλουνε κάτι.
Ξέρει τί θέλουν: Να τα χαιδέψει.
Δε θα τους κάνει τη χάρη
ντρέπεται γριά γυναίκα
να χαιδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει
μια σκουριά από καφέ στο δεξί.
Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο,
πιάνει το μοσχοσάπουνο
και πλένει τα χέρια της.
Τα πλένει, τα ξαναπλένει,
δε λέει ν' αφήσει το σαπούνι,
της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά,
το ένα μέσα στο άλλο,
''κοίτα'', λέει,
''που μ' έβαλαν να τα χαιδέψω
θέλοντας και μη τα σκασμένα'',
και γελάει από μέσα της που
δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν,
χαμένα
μέσα στους αφρούς και τα χάδια
σα να 'χουν κλείσει τα μάτια,
μην τους πάει σαπούνι
και τα πάρουν τα δάκρυα."
Μιχάλης Γκανάς