03/01/2023
“Η χαμένη ευκαιρία..”
Μπιλιαρδικό διήγημα
Του Πέτρου Ανδρικόπουλου
Φωτογραφία: Τάνια Στεργιαννάκου (Τελική φάση Πανελλήνιου πρωταθλήματος ομάδων 2015)
“Γαμώτο! Μα τι μέγιστος βλάκας που είμαι! Έπρεπε απλά να παίξω στοπ και να κόψω μετά τη μακρινή φίνα, με λίγο φρένο θα μπορούσα να κρατήσω την άσπρη”.. μουρμούριζε καθώς πέταγε με νεύρα τα ρούχα του στη βαλίτσα. Ο Κώστας, με τον οποίον είχαν ταξιδέψει μαζί για το τουρνουά και συγκάτοικος του στο δωμάτιο, παρέμενε αμίλητος και σε απόσταση ασφαλείας, άλλωστε όποιος είναι αρκετά παλιός στο κουρμπέτι γνωρίζει πολύ καλά ότι σε ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί καλό είναι να μην πλησιάζεις..
Μόλις έκλεισε τη βαλίτσα βγήκε στο μπαλκόνι, έβγαλε ένα τσιγάρο, και συνέχισε:
“Έξι μήνες έχω γαμηθεί στην προπόνηση, έχω κόψει το ποτό, έχω κάνει τα πάντα, και ακόμα δεν μπορώ να τον κερδίσω! Και ποιος τον ακούει τώρα! Πάλι τις ίδιες μαλακίες θα λέει, για πελάτες και φανέλες, η σκατόφατσα γαμώ τη φαλάκρα του!”
Ανάβει το τσιγάρο, ρουφάει στα γρήγορα δυο τζούρες, προσπαθεί να χαλαρώσει. Για κακή του τύχη στο διπλανό μπαλκόνι του φτηνού ξενοδοχείου βρίσκονται άλλοι δύο γνωστοί του παίκτες από το τουρνουά, και φυσικά δεν χάνουν ευκαιρία:
“Επ! Μητσάρα! Που είσαι μεγάλε, όλα καλά? Να σου πω, είδα το ματς, ωραία την έπαιξες εκείνη την 7 στο τέλος έτσι? Χαχαχαχαχα!” Κλασική ερώτηση σε έναν χώρο γεμάτο από “κατανόηση” στις δύσκολες στιγμές..
“Ρε δε γαμιέστε και εσείς τώρα!” Κλασική απάντηση, που το μόνο που καταφέρνει είναι να εντείνει τα γέλια, αναμενόμενο.. Και σαν να μην φτάνει αυτό, από πίσω και ο Κώστας κάνει το λάθος να βγει από την ασφαλή θέση του και να σπάσει τη σιωπή του:
“Φίλε δεν πειράζει, αρκεί η προσπάθεια, την επόμενη φορά..”
“Να σου πω: βαλτός είσαι και εσύ? Παράτα με! Τι δεν πειράζει? Τρεις φορές στα τελευταία τρία τουρνουά χάνω από τον ίδιο παίκτη στο τελευταίο frame, μία στη 16αδα και δύο στην 8αδα! Και έχω να ακούω και τις μαλακίες που λέει μετά δεξιά και αριστερά! Που άμα τον παίξω τζόγο θα του χαρίζω το 5, το κατσίκι!”
Μια που το λάθος να σπάσει τη σιωπή του είχε ήδη γίνει ο Κώστας συνέχισε, αυτή τη φορά προσπαθώντας και ο ίδιος να συγκρατήσει τα γέλια του:
“Τουλάχιστον ήσουν κύριος, του έδωσες το χέρι στο τέλος χωρίς να πεις κουβέντα..”
“Έπρεπε να του ρίξω ένα μπουκέτο στα μούτρα, έτσι που χαμογέλαγε όταν έχασα την μπάλα! Τον παλιομαλάκα!”
Ο Κώστας έχει πλέον πέσει στο πάτωμα από τα γέλια, ενώ ο Δημήτρης ψάχνει το πιο κοντινό αντικείμενο για να του πετάξει. Ευτυχώς για τον Κώστα σαν από μηχανής Θεός χτυπάει το τηλέφωνο του Δημήτρη, και ξαφνικά το “ηφαίστειο” μεταμορφώνεται σε κεράκι που τρεμοπαίζει:
“Ωχ, η Μαρία, πάνω στην ώρα..” ψελίζει, και το σηκώνει:
“Έλα μωρό μου.. Ναι, πάρκαρα από το τουρνουά, παίρνω το πρώτο τραίνο σε μισή ώρα και γυρίζω πίσω, θα τα πούμε από κοντά το βράδυ. Όχι, δεν έχω όρεξη τώρα, τα λέμε..”
Έχοντας αναγκαστικά ξεθυμάνει (για την ώρα), ο Δημήτρης παίρνει στα χέρια βαλίτσα και θήκη με τις στέκες, και πηγαίνοντας προς την πόρτα κοντοστέκεται και γυρνάει προς τον Κώστα που στο μεταξύ έχει σηκωθεί:
“Δεν μου φτάνει η χασούρα, με περιμένει και παντόφλα το βράδυ. Τρίτο συνεχόμενο τουρνουά που δεν μπαίνω στα λεφτά, όχι ότι αυτό είναι το ζητούμενο για την Μαρία – και ευτυχώς – αλλά άντε ξανά μανά να την πείσεις ότι όλο αυτό αξίζει. Διάολε..”
“Ά φίλε εγώ τα έχω λύσει αυτά, προς το παρόν τουλάχιστον. Τη δικιά μου τη σούταρα την περασμένη βδομάδα, έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε κάτι σοβαρό όπως εσείς.”
“Καλά ρε μαλάκα, πως και δεν μου είπες τίποτα όσες μέρες ήμασταν εδώ? Είσαι ok?”
“Ναι ρε, γιατί να μην είμαι?”
“Και δεν σου λείπει καθόλου?”
“Ναι, μερικές φορές, όταν περιμένω να μου στήσουν τις μπάλες για να σπάσω..”
“Καλά, να σου πω, πρέπει να την κάνω, θα χάσω το τραίνο.”
“Ok φίλος, εγώ θα αράξω να δω τον τελικό και να τα πιω, θα γυρίσω αύριο, τα λέμε.”
Η πόρτα κλείνει, τα γέλια σταματούν, και ο Δημήτρης περπατά βιαστικά προς το ασανσέρ.
Στο μπιλιάρδο όλοι έχουν δικαίωμα στη γκρίνια, αλλά κανείς δεν συμπαθεί έναν γκρινιάρη χαμένο. Σε έναν κόσμο χωρίς έλεος, όπου ο νικητής είναι τα πάντα και ο ηττημένος τίποτα περισσότερο από μία θολή ανάμνηση, πιο εύκολα θα βρεις τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου παρά το δίκιο σου. Η πολύ γκρίνια επίσης δείχνει αδυναμία, κάτι το ανεπίτρεπτο για όποιον πασχίζει να ανέβει ψηλά. Ο Δημήτρης το ξέρει, και δυστυχώς θα έχει αρκετή ώρα για να το σκεφτεί στον δρόμο του γυρισμού καθώς για άλλη μία φορά θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο αντίπαλο για κάθε παίκτη: τον εαυτό του..
Επιστροφή στο σπίτι, όπου με μαθηματική ακρίβεια τον περιμένουν 5 λεπτά γκρίνιας, 30 δευτερόλεπτα γλυκόλογα και 5 λεπτά έντονου σεξ, όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά..
Μετά από λίγη ώρα, κουρασμένος πλέον κάθεται στον καναπέ του σαλονιού αγκαλιά με την Μαρία και ανάβει άλλο ένα τσιγάρο, το τελευταίο (όπως ελπίζει) της ημέρας. Ματαιοπονεί όμως. Μπορεί να ηρέμησε αλλά η μέρα δεν έχει τελειώσει ακόμα, όχι τόσο απλά..
“Μωρό μου?..”
“Ναι μωρό μου..”
“Θα πας μια στιγμούλα βόλτα το σκυλάκι?..”
“Ω Θεέ μου, γιατί?..” Σκέφτεται από μέσα του, και για μια στιγμή επίσης σκέφτεται να αντιδράσει, αλλά ποιο το νόημα? Περισσότερες πιθανότητες θα είχε να κερδίσει τον Reyes σε τζόγο στο One Pocket παρά να αποφύγει το μοιραίο.. Φυσικά, η επιλογή ανάμεσα σε μία αντίδραση χωρίς καμία ελπίδα και στην αποδοχή (άλλης) μίας “ήττας” είναι αυτονόητη, και έτσι ο ήρωας μας μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκεται στον δρόμο “παρέα” με το συμπαθητικό τετράποδο του σπιτιού το οποίο πλέει εκνευριστικά σε πελάγη ευτυχίας..
Δεν υπάρχει ίσως πιο θλιβερό θέαμα στη ζωή από εκείνο ενός μη ζωόφιλου άντρα να βγάζει Κυριακή βράδυ βόλτα τον σκύλο, με τον καταναγκασμό χαραγμένο στο πρόσωπο του και την όποια πνευματική συγκρότηση του έχει απομείνει στο τέλος της ημέρας χαμένη κάπου στο υπερπέραν. Ο τελευταίος που κατάφερε να υπερβεί την ηλικία των 60 ετών κάνοντας αυτό για αρκετά χρόνια και χωρίς να αυτοκτονήσει, λένε ότι έζησε άνετα μέχρι τα 100.. Τον Δημήτρη όμως περισσότερο τον ενδιαφέρει το τι θα καταφέρει να κάνει στα τουρνουά των 100 επόμενων ημερών παρά το πόσο θα ζήσει. Ούτως ή άλλως κανείς δεν ζει για πάντα, και σε μία σοβαρή σχέση αναγκαστικά παίρνεις και τα αρνητικά μαζί με τα θετικά.
Δευτέρα πρωί, επιστροφή για βάρδια στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, νότια στην Αθήνα του 2018, μετά τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του ‘10. Σιγά σιγά σκάνε μύτη οι κλασικοί πρωινοί πελάτες, συνταξιούχοι που παίζουν Γαλλικό. Ο Δημήτρης, αφού πριν έχει καθαρίσει τα τραπέζια βρίσκεται πίσω από την μπάρα και καθαρίζει τις μπάλες, απρόθυμα αλλά σχολαστικά. Με οικειότητα πλησιάζει ο πρώτος πελάτης, ο κυρ Νίκος.
“Καλημέρα μικρέ”
“Καλημέρα παππού”
“Φτιάξε μου σε παρακαλώ το καφεδάκι μου. Τι κάνεις εσύ? Πως πήγες στο τουρνουά?”
“Τι να κάνω ρε παππού, πάλι έχασα στην 8άδα..”
“Ε καλά μην στεναχωριέσαι, όπως είπαμε, το Αμερικάνικο δεν είναι μπιλιάρδο.”
“Να σου πω κυρ Νίκο, πόσες κουταλιές.. αλάτι είπαμε βάζω στον καφέ σου?..”
Μετά και από αυτά τα καθιερωμένα πειράγματα η ζωή συνεχίζεται, τόσο στον ιδιαίτερο κόσμο του μπιλιάρδου όσο και στον έξω κόσμο, σε μεγάλο βαθμό καθρέφτης ο ένας του άλλου.. Το απόγευμα έχει το ημερήσιο τουρνουά της Δευτέρας στο μαγαζί, και ο Δημήτρης δεν βλέπει την ώρα να χτυπήσει και πάλι τις μπάλες. Πρώτα όμως θα πρέπει να φροντίσει την άλλη “γυναίκα” της ζωής του, τη στέκα του. Αμέσως με το που τελειώνει τη βάρδια του, ξεκινά με θρησκευτική ευλάβεια να καθαρίζει το φλες και να φτιάχνει το πετσάκι. Στο μεταξύ αρχίζουν να έρχονται και οι παίκτες του Αμερικάνικου, θαμώνες και μη, αρκετοί από τους οποίους ήταν και στο μεγάλο τουρνουά που τελείωσε χθες.
Λίγο μετά γίνεται η κλήρωση για το τουρνουά, οι παίκτες ακολουθούν πιστά τη γνωστή ιεροτελεστία τοποθέτησης του εξοπλισμού τους στις καρέκλες και οι πρώτοι αγώνες ξεκινούν. Το ίδιο και το κουτσομπολιό για το πρόσφατο τουρνουά από όσους κάθονται στο μπαρ, περιμένοντας υπομονετικά ή ανυπόμονα τη σειρά τους για να παίξουν. Ο Δημήτρης, αφού έχει κάνει την κλήρωση και έχει βγάλει το πρόγραμμα των αγώνων, παίζει και ταυτόχρονα προσπαθεί να κρατά τα αυτιά του κλειστά. Για την ώρα χρέη διοργανωτή εκτελεί ο Πέτρος, το άλλο παιδί που δουλεύει στο μπαρ και ο οποίος προσπαθεί να επιβάλλει μία υποτυπώδη έστω τάξη στο μαγαζί.
Τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, με αμείωτο ενδιαφέρον και απόλυτη αδιαφορία για όσους παίζουν και προσπαθούν να συγκεντρωθούν στο παιχνίδι τους. “Ο τάδε που τσακώθηκε με τον δείνα, η αμφισβητούμενη φάση στον τελικό, οι συνθήκες της διοργάνωσης, κ.ο.κ…”
Ένας ιδιαίτερος κόσμος, ή μικρόκοσμος, με ιδιαίτερη κουλτούρα, ή υποκουλτούρα. Ένας κόσμος που χωρά κυριολεκτικά τους πάντες, ανεξάρτητα από ηλικία, κοινωνική τάξη, επάγγελμα ή χαρακτήρα. Ο κάθε ένας βρίσκεται εκεί για τους δικούς του λόγους. Άλλος για το χαρτζιλίκι, άλλος για την προπόνηση, άλλος απλά για να περάσει καλά ή να σκοτώσει την ώρα του. Και οι μπάλες? Αυτές πάντα ακολουθούν δικές τους διαδρομές με δικούς τους κανόνες πάνω στο τραπέζι χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης, προσφέροντας μοναδικό θέαμα.
Το τουρνουά της ημέρας τελείωσε. Σε άλλη μία ειρωνική συγκυρία, από τις πολλές που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι, κέρδισε ο Δημήτρης. Όμως παραμένει απαρηγόρητος, άνετα θα προτιμούσε να έχει προχωρήσει περισσότερο στο πρόσφατο τουρνουά παρά να κερδίσει άλλο ένα ουσιαστικά ασήμαντο καθημερινό “μάζωμα”. Η ώρα είναι περασμένη, η δουλειά έχει πλέον σπάσει, λίγοι θαμώνες έχουν απομείνει στο ξύλινο μπαρ χωρίς να παίζει μουσική και πίνουν, μαζί και ο Δημήτρης με τον Πέτρο που καθαρίζει τον πάγκο και μαζεύει σιγά σιγά τις τελευταίες εκκρεμότητες για απόψε. Ο Πέτρος δεν έπαιξε ποτέ σοβαρά το παιχνίδι, αλλά δουλεύοντας ήδη αρκετά χρόνια σε μπιλιαρδάδικα θέλοντας και μη έχει αποκτήσει το κατάλληλο αισθητήριο. Και φυσικά εκτός από τις “διαθέσεις” που έχουν οι μπάλες όταν κινούνται μπορεί να αντιληφθεί και τη γενική διάθεση των παικτών, ειδικά δε του Δημήτρη με τον οποίο συνεργάζεται εδώ και καιρό και έχει φιλική σχέση. Έχει λοιπόν την άνεση να τον ρωτήσει καθώς του γεμίζει ξανά το ποτήρι:
“Τι λέει φίλε? Δεν σε βλέπω καλά..”
“Τι να λέει ρε Πετράν, αδιέξοδο..”
“Καταλαβαίνω.. Σήμερα πάντως καλά τα πήγες.”
“Ναι, εκεί που δεν χρειάζεται καλά τα πηγαίνω, εκεί που χρειάζεται όμως άστο.. Δεν ξέρω, προσπαθώ σκληρά αλλά κάτι λείπει..”
“Δεν πειράζει, συνέχισε την προσπάθεια, που θα πάει, θα αποδώσει κάποια στιγμή. Μην μου ξαναρχίσεις το ποτό όμως έτσι? Δεύτερο και τελευταίο αυτό για απόψε, υποτίθεται ότι το έχεις κόψει..”
“Σε ευχαριστώ φίλε, να’ σαι καλά. Μην ανησυχείς, αυτά τα δύο είναι απ’ τα κομμένα..”
“Ok, εσύ ξέρεις..”
Με κατεβασμένο το κεφάλι, ο Δημήτρης πίνει σιγά σιγά το δεύτερο ποτό και αρχίζει να μονολογεί, φυσικά γύρω από το λάθος που έκανε στο μεγάλο τουρνουά:
“Μα τι επιλογή ήταν αυτή που έκανα πάλι, ήταν τόσο απλό να κλείσω το σετ, άλλη μία χαμένη ευκαιρία..” Κατεβάζει ασυναίσθητα άλλη μία γουλιά, και συνεχίζει: “Κρίμα την προσπάθεια. Και τώρα τι?.. Δεν ξέρω, κάτι δεν κάνω καλά..”
“Αυτό ξαναπέστο..”
Για μια στιγμή ο Δημήτρης νόμισε ότι ακούει φωνές. “Θα φταίει που έχω καιρό να πιω”, σκέφτηκε, και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον Πέτρο και να του πει να μην του βάλει τρίτο ποτό σε περίπτωση που κάνει το λάθος να του το ζητήσει. Ο Πέτρος όμως είχε ήδη γυρίσει το δικό του κεφάλι κοιτάζοντας προς την άκρη του μπαρ, εκεί που καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος μόνος του. Ασυναίσθητα γύρισε και ο Δημήτρης προς το ίδιο σημείο, χωρίς φυσικά να έχει ιδέα για την κουβέντα που θα ακολουθούσε σε λίγο..
Ο τύπος που καθόταν στην άκρη του μπαρ πρέπει να ήταν άνετα πάνω από τα 70, με λευκά μαλλιά και πρόσωπο με έντονες ρυτίδες, τόσο έντονες που η κάθε μία από αυτές σίγουρα θα είχε τη δική της ιστορία. Φορούσε κοτλέ πουκάμισο και φαρδύ τζιν παντελόνι, ενώ το μοναδικό σχετικά νεανικό στοιχείο στο ντύσιμο του ήταν τα αθλητικά παπούτσια του, κάπως ταιριαστά με το παρκέ στο πάτωμα. Οπωσδήποτε έδειχνε να προέρχεται από κάπου “αλλού”, τόσο σε χρόνο όσο και σε τόπο. Το μόνο στοιχείο στο μαγαζί με το οποίο έδειχνε να ταιριάζει άμεσα ήταν τα διάφορα ρετρό πόστερ μπιλιάρδου στους τοίχους. Μπροστά του είχε ένα ποτήρι ουίσκι, το οποίο και έπινε ήσυχα μόνος του χωρίς να μιλάει με κανέναν, μέχρι εκείνη τη στιγμή.. Επόμενο ήταν να δίνει αρχικά την εντύπωση ότι πρόκειται για άλλον έναν αποτυχημένο παλαιό παίκτη, ανά πάσα στιγμή ικανό να σε πάει “μονοστεκιά” μέσα από τα μονοπάτια της “σοφίας” του, ώστε στο τέλος να γνωρίζεις με βεβαιότητα τι είναι αυτό που δ ε ν πρέπει να κάνεις αν δεν θέλεις να κόψεις το μπιλιάρδο..
Σε περιπτώσεις σαν αυτές (που είναι αρκετά συχνές) υπάρχουν δύο επιλογές: συνεχίζεις σαν να μην άκουσες τίποτα χωρίς να σπαταλήσεις χρόνο και φαιά ουσία, ή επιλέγεις συνειδητά να ακούσεις τι έχει να πει άλλος ένας τυχάρπαστος που δεν γνωρίζει τίποτα για σένα και την προσπάθεια που κάνεις στη ζωή γενικά και στο μπιλιάρδο, με την στατιστικά μικρή ελπίδα να ακούσεις και κάτι πραγματικά χρήσιμο – ή έστω ενδιαφέρον. Είναι περίπου σαν τις φάσεις στο παιχνίδι όπου δεν είσαι σίγουρος αν πρέπει να παίξεις μία δύσκολη μπάλα για να την βάλεις ή να παίξεις “safe” (άμυνα), χρειάζεται να το σκεφτείς καλά. Έτσι λοιπόν και ο Δημήτρης μπαίνει στη διαδικασία να ζυγίσει την επιλογή του, και σκεπτόμενος πως είναι Δευτέρα βράδυ (και τι άραγε έχει να χάσει ένας άνθρωπος που πίνει Δευτέρα βράδυ από μία πιθανόν άχρηστη συζήτηση) παίρνει το ρίσκο:
“Με συγχωρείτε κύριε, σε μένα μιλήσατε?..”
“Όχι ακριβώς μικρέ, όχι στον παίκτη που είσαι, αλλά σε αυτόν που μπορείς να γίνεις..” αποκρίθηκε ο άγνωστος τύπος χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει τον Δημήτρη, συνεχίζοντας ήρεμα να απολαμβάνει το ποτό του.
“Ωχ, κατευθείαν μέσα από το Δαφνί” σκέφτεται ο Δημήτρης κοιτάζοντας τον Πέτρο, το ίδιο και ο Πέτρος, συνεννοούνται με τα μάτια. Είναι πια αργά όμως για να κάνουν πίσω, και για λόγους στοιχειώδους ευγενείας ο Δημήτρης συνεχίζει:
“Τι ακριβώς εννοείτε?..”
“Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο σκέφτεσαι συνέχεια όταν παίζεις?..” του απάντησε αμέσως, αυτή τη φορά γυρίζοντας να τον κοιτάξει. Παραδόξως, το απότομο της ερώτησης δεν το συνόδευε κάποιο έντονο ή προσβλητικό ύφος. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ο άγνωστος αυτός τύπος δεν φαινόταν ούτε κακοπροαίρετος αλλά ούτε και άσχετος. Βέβαια, επόμενο ήταν η ερώτηση να αφήσει τον Δημήτρη έκπληκτο:
“Μα.. πως το συμπερ..”
“Φαίνεται από χιλιόμετρα! Σκέφτεσαι όλη την ώρα”, τον διέκοψε ανεβάζοντας τώρα τον τόνο της φωνής του, και συνέχισε ακάθεκτος: “Σκέφτεσαι την ώρα που κάθεσαι στην καρέκλα, σκέφτεσαι την ώρα που στεκάρεις, διάολε, είμαι σίγουρος ότι και την ώρα που κατουράς σκέφτεσαι κάτι γύρω από αυτό!”..
“Σύμφωνοι”, αποκρίθηκε ο Δημήτρης, άλλωστε ο συνομιλητής του είχε δίκιο.. “Τι πιστεύετε όμως ότι σκέφτομαι?”, ρώτησε με τη σειρά του παίρνοντας αμυντική στάση απέναντι σε αυτήν την απρόσμενη “επίθεση”.
“Και που στο διάολο να ξέρω?..”, απάντησε αφοπλιστικά ο τύπος που δεν θα έμενε για πολύ ακόμα εντελώς άγνωστος. Και συνέχισε: “Αυτό που βλέπω είναι ότι δεν συγκεντρώνεσαι αρκετά στο παιχνίδι, και αυτό είναι αμαρτία απέναντι στο ίδιο το παιχνίδι, είναι ουσιαστικά μία ανείπωτη προσβολή, μία καθαρή ιεροσυλία!”..
“Έχετε δίκιο, εν μέρει, θα σας εξηγήσω αν μου το επιτρέψετε. Δε νομίζετε όμως ότι είναι κάπως άστοχο να μου μιλάτε για ιεροσυλία, όταν ήδη μου έχετε αραδιάσει ένα σωρό διαόλους?..”, παρατήρησε – χωρίς αμφιβολία εύστοχα – ο Δημήτρης προσπαθώντας να περάσει στην “αντεπίθεση” χρησιμοποιώντας το πλέον δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο: το χιούμορ, μαζί με ένα φιλικό χαμόγελο.
“Διάολε!”, συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και χωρίς ίχνος μετανοίας ο τύπος. “Το ήξερα ότι είσαι κάτι παραπάνω από τον μέσο μαλάκα παίκτη, άντε να βρούμε άκρη μαζί σου.”, συνέχισε ανταποδίδοντας το χαμόγελο και προκαλώντας γέλια σε Δημήτρη και Πέτρο. Ο πάγος είχε πλέον σπάσει, και – καθυστερημένα έστω – ακολούθησαν οι απαραίτητες συστάσεις.
Ο κύριος Βασίλης, αυτό ήταν το όνομα του μέχρι τότε αγνώστου τύπου, όπως προέκυψε ήταν παλαιός παίκτης (τι άλλο), χρόνια μετανάστης στις Η.Π.Α.. Το παρατσούκλι του στον εκεί χώρο του μπιλιάρδου ήταν (τι άλλο επίσης) “Billy the Greek”. Αφού λοιπόν έγιναν και οι συστάσεις, τη σειρά πήρε πάλι ο Δημήτρης προσπαθώντας να εξηγήσει:
“Τι να σκέφτομαι κυρ Βασίλη, το παιχνίδι σκέφτομαι, τις φάσεις, τις νίκες, τις ήττες, τι πρέπει να κάνω για να γίνω καλύτερος, τα όνειρα μου γύρω από αυτό..”
“Άκουσε μικρέ, όπως έχεις ήδη καταλάβει, έναν τρόπο μόνο ξέρω για να μιλήσω σχετικά με το μπιλιάρδο: ευθέως. Θα στο πω λοιπόν απλά: έχεις όλα τα προσόντα για να φτάσεις ψηλά, καλό στεκάρισμα, αντίληψη, γνώσεις, θέληση, λίγο εμπειρία να έχει κάποιος βλέποντας σε να παίζεις αυτό φαίνεται. Όμως αυτά δεν αρκούν, ή μάλλον δεν αρκούν για να σου δείξουν τον δρόμο. Η σκέψη αφορά την προετοιμασία, ποτέ την εκτέλεση. Και αναπόσπαστο μέρος της εκτέλεσης είναι η απόλυτη συγκέντρωση στο παιχνίδι, ακόμα και όταν είσαι στην καρέκλα, θα έλεγα ειδικά όταν είσαι στην καρέκλα! Με το παιχνίδι είναι εύκολο να είσαι ερωτευμένος, όπως και κάθε μέσος παίκτης, όμως αυτό δεν φτάνει, πρέπει να το αγαπήσεις αληθινά! Αυτό απαιτεί την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση σου σε εκείνο, και όπως συμβαίνει και στην αληθινή αγάπη απέναντι σε έναν άνθρωπο, να το(ν) αγαπήσεις με τα θετικά του και τα αρνητικά του, όπως είναι – για αυτό που είναι.. Και να το κάνεις πάντα, με την τύχη στο μέρος σου αλλά και χωρίς αυτήν, στις καλές αλλά και στις κακές μέρες.. Την ώρα που παίζουμε δεν είναι η ώρα για να σκεφτούμε το οτιδήποτε, αλλά για να κάνουμε. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι εφικτό. Όσο για τα όνειρα, αυτά έχουν τη δική τους διάσταση, άστα για την ώρα που θα βρίσκεσαι εκτός παιχνιδιού. Πάντα είναι καλό να ονειρεύεσαι, χωρίς όμως να σε αποσπά αυτό από την προσπάθεια σου. Και να μην ξεχνάς: πάντα να συνεχίζεις την προσπάθεια, να μην εγκαταλείπεις. Άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν τολμά καν να ονειρευτεί, και από όσους τολμούν ελάχιστοι θα τα καταφέρουν στο τέλος..”
Στο σημείο αυτό, και μετά από το σύντομο αλλά περιεκτικό αυτό λογύδριο, οι δύο φίλοι έχουν μείνει κυριολεκτικά αποσβολωμένοι, τόσο ο Δημήτρης στην καρέκλα του όσο και ο Πέτρος πίσω από το μπαρ. Δεν έχουν ξανακούσει ποτέ κάποιον να μιλά έτσι για μπιλιάρδο, πάθος έχουν πολλοί όταν μιλούν για το παιχνίδι αλλά κανείς δεν έτυχε ποτέ να τους μιλήσει με τέτοιον τρόπο. Αυτός ο άνθρωπος, ο άγνωστος τύπος που βρέθηκε ουρανοκατέβατος μία Δευτέρα βράδυ στο μαγαζί, φαινόταν ότι ήξερε πραγματικά τι έλεγε. Και θα το επιβεβαίωνε όταν θα τον ρωτούσαν να τους πει μερικά πράγματα για τον εαυτό του και τη σχέση του με το παιχνίδι. Παρά τη χαρακτηριστική προφορά του λόγω μετανάστευσης, ο λόγος του ήταν πάντα συγκροτημένος και ουσιώδης, φιλοσοφημένος και ταυτόχρονα κατανοητός.
O κυρ Βασίλης φυσικά δεν ήταν πάντα ένας μοναχικός γέρος, κάποτε ήταν άλλος ένας νέος εργάτης που έφυγε για την Αμερική, ελπίζοντας σε μία καλύτερη ζωή. Όπως σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν σε αντίστοιχη θέση, δούλεψε σκληρά στην αρχή σε εστιατόρια, για να πιάσει δουλειά κάποια στιγμή σε μπιλιαρδάδικο, όπου και απέκτησε χρόνια λοίμωξη από το μικρόβιο του μπιλιάρδου. Μέσα από συνεχή προσπάθεια στο παιχνίδι, μέσα από τα ματς τζόγου και τα ματς στα τουρνουά, μέσα από πολλές νίκες και ήττες – κυρίως μέσα από τις ήττες – κατάφερε να γίνει ένας αξιοσέβαστος παίκτης σε επίπεδο πολιτείας, κάτι διόλου ευκαταφρόνητο. Μετά από έναν σύντομο αποτυχημένο γάμο με παιδί, έδωσε ακόμα περισσότερη προσοχή στο παιχνίδι του. Γύρισε μεγάλο μέρος της Αμερικής με αφορμή τα τουρνουά, απέκτησε επιπλέον γνώση, εμπειρία, γνώρισε όλους τους μεγάλους παίκτες της εποχής. Δεν κατάφερε και λίγα, αλλά δεν κατάφερε και να ξεχωρίσει. Έφτασε μία φορά μέχρι την τελική 16άδα του US Open στο 9μπαλο, εξαιρετικό αποτέλεσμα αν αναλογιστεί κανείς το γενικό επίπεδο των παικτών που παίρνουν μέρος σε τέτοια τουρνουά, αλλά δεν είχε συνέχεια, άραγε γιατί ενώ προφανώς ήξερε πολύ καλό μπιλιάρδο?.. Δεν είχε πρόβλημα να απαντήσει στη σχετική ερώτηση που του έγινε σχεδόν αυτόματα από τον Δημήτρη:
“Γιατί μέσα μου ήμουν διχασμένος..”, στάθηκε για λίγο αφήνοντας τη φράση αυτή να πλανάται στον αέρα. Το βλέμμα του σκοτείνιασε, φέρνοντας σε αμηχανία τον Δημήτρη και τον Πέτρο. Για να προσπεράσει τη δύσκολη αυτή στιγμή ο Πέτρος, ως ένας καλός μπάρμαν που είναι αλλάζει κουβέντα:
“Κυρ Βασίλη τη ζωή σου την ξανάφτιαξες?”
“Προσπάθησα, δεν τα κατάφερα. Έφτασα κοντά μια φορά, όπως και στο μπιλιάρδο. Για την ακρίβεια, σε μια στιγμή που δεν περίμενα, ερωτεύτηκα βαθιά έναν μοναδικό άνθρωπο..”
“Ωπ! Εδώ είμαστε, μισό!” Διακόπτει αμέσως ο Πέτρος. “Πες μας περισσότερα για αυτό σε παρακαλώ, ακούγεται ενδιαφέρον.”
“Όντως”, συμφωνεί και ο Δημήτρης, για να το μετανιώσει όμως σχεδόν αμέσως όταν με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ο Πέτρος βάζει Frank Sinatra να παίζει χαμηλά από πίσω. Υπάρχει ευκαιρία για αυτό καθώς οι υπόλοιποι πελάτες έχουν φύγει και η ώρα έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Τραβώντας τα μαλλιά του ο Δημήτρης δεν αντέχει:
“Ρε φίλε, μα την Παναγία, το μπουκέτο που δεν έριξα στον άλλον θα το ρίξω σε σένα! Τι σου έχω πει? Ξεκόλλα! Με αυτά που ακούς, πιο πολλές ευκαιρίες έχεις να παίξεις μπάλα στη Ρεάλ παρά να βρεις ξανά γκόμενα! Είπαμε, είσαι “Out of date”, προχώρα επιτέλους!”
“Ά φίλε, η υπόθεση σηκώνει Frankie, ποτό και τσιγάρο μια που έφυγαν όλοι”, απαντά εντελώς ατάραχος ο Πέτρος, γεμίζοντας μαζί με των άλλων και ένα δικό του ποτήρι. Τρίτο για τον Δημήτρη, τον οποίον δεν χάνει ευκαιρία να πειράξει: “Είδες πως σε ντρίμπλαρα?..”
Με ακόμα πιο ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ο Πέτρος φτιάχνει τρία στριφτά τσιγάρα, ενώ από πίσω ακούγεται η φωνή του ανθρώπου που ευθύνεται για τον υπερπληθυσμό της γης:
“It's quarter to three, there's no one in the place except you and me
So, set 'em up, Joe, I got a little story I think you should know
We're drinkin', my friend, to the end of a brief episode
Make it one for my baby and one more for the road..”
“Έχε χάρη που είσαι φίλος, τέλος πάντων με σένα που έχουμε μπλέξει..”, λέει ο Δημήτρης, και προσθέτει: “Και τι σχέση μπορεί να έχει όλο αυτό με το παιχνίδι?..”
“Κι όμως, έχει..”, απαντά ο κυρ Βασίλης που στο μεταξύ έχει “επανέλθει”..
“Μην τον ακούς κυρ Βασίλη, πες μας!”, συνεχίζει ο Πέτρος.
“Ήταν άνοιξη προς καλοκαίρι του 1978, και βρισκόμαστε στη μετά Woodstock εποχή στο Σικάγο, γνωστό όχι μόνο για τις περίφημες ιστορίες Μαφίας στο παρελθόν αλλά και για το παιχνίδι τζόγου στο μπιλιάρδο “Chicago Pool” (παραλλαγή του Rotation Pool), καθώς και για τους παίκτες που έπαιζαν καλά όλα τα χτυπήματα με σπόντες. Αρκετά σκληρό μέρος, κατάλληλο για να ψηθεί κανείς γενικά στη ζωή. Το παιχνίδι με είχε πλέον απορροφήσει, ήμουν σε καλή κατάσταση. Εμπειρίες από γυναίκες δεν μου έλειπαν, εκείνη την εποχή όμως δεν ήμουν σε διάθεση για κάτι άλλο, έπαιζα πολύ καλά, έβγαζα καλά λεφτά, και ο χρόνος κυλούσε ήρεμα έως αδιάφορα. Ένα απόγευμα Σαββάτου βρισκόμουν – που αλλού – στο μαγαζί, τυπικού ροκ στυλ της εποχής εκείνης, και έπαιζα σε ένα τραπέζι που ήταν κοντά στο μπαρ. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μία παρέα από τέσσερις φοιτήτριες, ιατρικής όπως έμαθα πιο μετά. Μία από αυτές, η Αλίκη, Ελληνίδα μετανάστρια δεύτερης γενιάς, είκοσι ετών, εγώ στα τριάντα πέντε τότε.. Ένα πολύ γλυκό και ευγενικό κορίτσι, όμως όχι από αυτά που θα έλεγες ότι εντυπωσιάζουν στο πέρασμα τους. Με ανοιχτή επιδερμίδα, ανοιχτά καστανά μαλλιά, και γυαλιά που κάλυπταν εν μέρει τα ανοιχτά πράσινα μάτια της. Ζήτησε να πάρει μπάλες και ένα τραπέζι για να παίξει με τις φίλες της. Συμπαθέστατη εξ αρχής, την οδήγησα σε ένα τραπέζι πιο πέρα, αυτή ήταν όλη κι όλη η πρώτη μας “επαφή”, χωρίς κάποια συνέχεια. Τα κορίτσια αυτά έρχονταν στο μαγαζί πάντα μαζί ως παρέα, μία έως δύο φορές την εβδομάδα, έπαιζαν μία – δύο ώρες μπιλιάρδο, έπιναν και από μία – δύο μπύρες και έφευγαν. Μετά από κανά μήνα, και με αφορμή κάποιες απορίες που είχαν για το παιχνίδι, αρχίσαμε σιγά σιγά να κάνουμε λίγο παρέα στο μαγαζί. Πραγματικά μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα. Πανέξυπνη, πνευματώδης, αξιολάτρευτη. Με μάθαινε πολλά πράγματα, ήμουν κυριολεκτικά αμόρφωτος μπροστά της, και για κάποιον παράξενο λόγο έδειχνε να με συμπαθούσε.. Η γλυκύτητα της σε κέρδιζε, δεν είχε τον “αέρα” που έχουν άλλες γυναίκες, ήταν όμως πολύ ελκυστική με τον δικό της μοναδικό τρόπο, μία αληθινά πανέμορφη γυναίκα τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Είχε βέβαια και ένα μικρό τείχος στον χαρακτήρα της, όπως οι περισσότεροι συνεσταλμένοι άνθρωποι που κρύβουν τα ιδιαίτερα συναισθήματα τους. Καθώς είχαμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας, δεν τολμούσα να φανταστώ τον εαυτό μου ως κάτι παραπάνω κοντά της, ντρεπόμουν, και είχα έτσι τοποθετήσει το δικό μου τείχος απέναντι της. Όμως μετά τη θερινή εξεταστική περίοδο έπρεπε να γυρίσει στο πατρικό της για το καλοκαίρι, και τελικά την ημέρα που έφυγε συνειδητοποίησα ότι δυστυχώς ήμουν ερωτευμένος μαζί της, δεν ξέρω πως την έβλεπαν άλλοι άντρες, σίγουρα θα είχε το δικό της μερίδιο “θαυμαστών” και “σχέσεων”, δεν ξέρω σε τι επίπεδο, στα δικά μου μάτια όμως ήταν απλά υπέροχη.. Για αρκετό διάστημα ήμουν αποσυντονισμένος, και όταν γύρισε μετά τις καλοκαιρινές διακοπές έκανα δειλά την κίνηση, χωρίς να ελπίζω σε κάτι ή να ξέρω που θα οδηγήσει. Και ως εκ θαύματος, συνέβη κάτι το απίστευτο: ανταποκρίθηκε.. Δεν πίστευα ότι είχα στην αγκαλιά μου έναν τέτοιον άνθρωπο, μία τόσο μοναδική γυναίκα, ήταν ένας άγγελος που απλά χανόμουν μέσα στο βλέμμα της, και για πρώτη φορά μετά από καιρό ονειρευόμουν για το μέλλον χωρίς ενοχές για το παρελθόν, “αιχμάλωτος” στη “δικτατορία” της ομορφιάς της. Σε έναν κόσμο γεμάτο από ψέμα, εκείνη και εγώ ήμασταν η αλήθεια..”
“Και μετά?..”, λέει ο Πέτρος.
“Την πρόδωσα, και την έχασα για πάντα..”
“Τι εννοείς, την κεράτωσες?..”
“Όχι ακριβώς.. Εδώ είναι που δένει η υπόθεση αυτή με το μπιλιάρδο.. Με την Αλίκη ήμουν, όπως σας είπα, βαθιά ερωτευμένος. Ήταν ό,τι πιο αληθινό, πιο τρυφερό και όμορφο υπήρξε στη ζωή μου. Το μπιλιάρδο όμως, το αγαπούσα.. Και θεωρούσα ότι χρωστούσα στον εαυτό μου να το πάω “μέχρι τέλους”, με κάθε κόστος.. Όταν αργότερα ξεκίνησε μία σειρά από μεγάλα τουρνουά έφυγα για αρκετό διάστημα, χωρίς να υπολογίσω τις συνέπειες, και χωρίς να την περιλαμβάνω στα σχέδια μου.. Την πλήγωσα, και όπως ήταν επόμενο, όταν γύρισα δεν ήταν πια εκεί..”
“Την ξαναείδες ποτέ?..”, ρωτάει ο Δημήτρης.
“Όχι, και ήμουν – δυστυχώς – αρκετά εγωιστής για να την αναζητήσω. Φυσικά, σε βάθος χρόνου τελικά αυτό επηρέασε αρνητικά και το παιχνίδι μου. Και κλείνοντας για λίγο τα μάτια πολύ εύκολα βρίσκεσαι σαράντα χρόνια μετά, μόνος κάπου σε ένα μπαρ στο πουθενά να σκέφτεσαι ένα αν..”, απάντησε ο “Billy the Greek” που στο μεταξύ είχε σηκωθεί από το σκαμπό στο μπαρ και φορούσε το μπουφάν του, έκανε αρκετό κρύο για Γενάρη μήνα έξω. “Τι χρωστάω μικρέ?”, ρώτησε τον Πέτρο, και αφού του άφησε ένα καλό φιλοδώρημα γύρισε προς τον Δημήτρη: “Όπως βλέπεις μικρέ, πέρα από αυτό που πρέπει να κάνεις για να ανέβεις στο παιχνίδι, υπάρχει και ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσεις, και αυτό αφορά το μέχρι που είσαι διατεθειμένος να φτάσεις.. Αυτό βέβαια είναι κάτι το οποίο μόνο εσύ μπορείς να το ξέρεις, ελπίζω να μην παρεξηγείς τα λόγια ενός γεροπαράξενου.. Χάρηκα για τη γνωριμία, καλή συνέχεια”. Και έτσι απλά, ο μέχρι πριν από κάποια ώρα άγνωστος ηλικιωμένος τύπος έφυγε όπως μπήκε στη ζωή τους για λίγο, απότομα..
Καθώς έκλεισε πίσω του η πόρτα του μαγαζιού, ακολούθησαν μερικές στιγμές απόλυτης ησυχίας. Η μουσική είχε κλείσει και οι δύο φίλοι ήταν πια μόνοι στο μαγαζί, σαστισμένοι ακόμα από την απρόβλεπτη κουβέντα που προηγήθηκε. Μαζεύοντας τα ποτήρια ο Πέτρος, θα πει στον Δημήτρη:
“Μαλάκα τι ήταν αυτό?..”
“Απίστευτο, κυριολεκτικά από το πουθενά..”, απαντά ο Δημήτρης. “Να σου πω, καλύτερα όμως να το συζητήσουμε αύριο, έχει περάσει πολύ η ώρα και θέλω να πάω σπίτι, η Μαρία θα κοιμάται και θέλω τουλάχιστον να με βρει εκεί όταν ξυπνήσει.”
“Ok φίλε, καλό ξημέρωμα.”
“Καλό ξημέρωμα”, ανταποδίδει ο Δημήτρης και βγαίνει στο δρόμο. Είχε πει ψέμματα στον φίλο του, άνετα θα μπορούσε να κάτσει να μιλήσουν για αυτό που έγινε, όμως ήθελε άμεσα να μείνει μόνος του. Η συζήτηση, ειδικά όπως έκλεισε τον είχε αναστατώσει, και χωρίς να πάρει το μηχανάκι περπάτησε ως το σπίτι, αρκετά μακριά. Μπαίνοντας έβγαλε τα ρούχα και ξάπλωσε αμέσως, παίρνοντας αγκαλιά από πίσω τη Μαρία. Δεν έκλεισε καθόλου μάτι για το υπόλοιπο της νύχτας, σκεπτόμενος τη φράση: “πρέπει να το αγαπήσεις αληθινά!”..
Κοιμήθηκε μόνο όταν έφυγε το πρωί για τη δουλειά της η Μαρία. Η Μαρία εργάζεται ως παιδαγωγός, κάτι που δεν προκαλεί καμία έκπληξη σε όσους γνωρίζουν τον χαρακτήρα της, καλοσυνάτο και υπομονετικό. Στα δύο χρόνια που έχουν σχέση και συζούν, η Μαρία είναι ο φάρος που φωτίζει τον δρόμο του Δημήτρη σε ήρεμα νερά όταν χρειάζεται, και ο Δημήτρης το καράβι που την ταξιδεύει με ασφάλεια σε άγνωστα μέρη χωρίς πλάνο. Αυτό είναι και το κύριο συστατικό το οποίο δένει δύο τόσο διαφορετικούς, μα και τόσο αγαπημένους νέους ανθρώπους με όνειρα για μία κοινή ζωή μαζί. Όμως αυτό που συνέβη χθες το βράδυ έχει ταρακουνήσει αρκετά τον Δημήτρη στο προσωπικό του ταξίδι με τα δικά του όνειρα. Και σε χρονικό διάστημα μόλις λίγων μηνών θα αλλάξει τα πράγματα.. Στο διάστημα αυτό, και με οδηγό τα λόγια του “άγνωστου” που βρέθηκε στον δρόμο του ένα βράδυ, ο Δημήτρης θα παρουσιάσει ραγδαία άνοδο στο παιχνίδι. Ως δια μαγείας, θα ξεπεράσει τις ανασφάλειες του και θα διαχωρίσει τις ουσιώδεις από τις επουσιώδεις λεπτομέρειες που ταλανίζουν πολλούς παίκτες, συχνά για ολόκληρη την μπιλιαρδική τους πορεία. Θα κερδίσει με σχετική άνεση δύο τουρνουά, έχοντας ισοπεδώσει στο ένα από αυτά τον κακό του δαίμονα σε μεταξύ τους αγώνα, στέλνοντας στα σκουπίδια το ειρωνικό χαμόγελο που εκείνος είχε τις άλλες φορές.
Μετά, θα εισπράξει μία μεγαλοπρεπή σφαλιάρα, από αυτές που μόνο το ίδιο το παιχνίδι ξέρει να δίνει όταν κάποιος τολμά να έχει την ψευδαίσθηση πως το ελέγχει ή το κατέχει, η οποία θα του έρθει στο πρώτο διεθνές τουρνουά 9μπαλου στο οποίο συμμετείχε. Δεν ήταν ακόμα καθόλου έτοιμος, όχι τόσο για το παικτικό επίπεδο των αντιπάλων αλλά κυρίως για τις συνθήκες που θα έβρισκε εκεί. Μεγάλοι πολυτελείς χώροι, λαμπερά φώτα, τραπέζια που γλιστρούσαν σαν παγοδρόμια, όλα τόσο διαφορετικά σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει. Απολογισμός: δύο ήττες και έξω από το τουρνουά. Δεν θα το βάλει κάτω όμως, με τίποτα. Αποθηκεύοντας στο μυαλό του την χρήσιμη αυτή εμπειρία και πιο αποφασισμένος από ποτέ, θα συνεχίσει εντατικά την προπόνηση του, εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο στο παιχνίδι. Βρίσκεται σε μία διαρκή και δημιουργική διέγερση. Ανακαλύπτει συνεχώς νέα πράγματα, ενώ το παιχνίδι του χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ακρίβεια αλλά και από περισσότερη σταθερότητα. Οι αποφάσεις που παίρνει όταν παίζει είναι ως επί το πλείστον ορθές, η συγκέντρωση του είναι σχεδόν απόλυτη, η ψυχή του, ο νους του, η καρδιά του, πλέον ανήκουν στο παιχνίδι..
Και στο σπίτι?.. Εκεί τα πράγματα δεν πάνε καλά. Χωρίς να έχει συμβεί κάτι το ιδιαίτερο, οι δυο τους έχουν απομακρυνθεί. Το παιχνίδι έχει απορροφήσει την περισσότερη ενέργεια του Δημήτρη, αν όχι τον ίδιο ολόκληρο, με αποτέλεσμα να παραμελεί την Μαρία. Η σκέψη του είναι σχεδόν συνεχώς σε αυτό, πως θα το πάει ακόμα παραπέρα, πως θα το παίξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ξανά και ξανά.. Φτάνει σε σημείο να νευριάζει όταν κάποιος τον διακόπτει από την ανάλυση των φάσεων σε ματς που παρακολουθεί, είτε αυτός είναι στο τηλέφωνο, είτε ακόμα και η ίδια του η κοπέλα. Εύλογα αυτό απομακρύνει περισσότερο και την Μαρία, η οποία και η ίδια δεν ξέρει πως να το χειριστεί, απλά δεν μπορεί να βρει τον τρόπο. Όπως συχνά συμβαίνει σε πολλές σχέσεις, προτού να το καταλάβουν από δύο άνθρωποι ως ένα είναι πια “Δυο άνθρωποι μόνοι”, όπως λέει και ένα παλιό τραγούδι, από αυτά που μόνο ο Πέτρος ακούει μερικές φορές. Σε φάσεις σαν αυτές, συνήθως κανείς από τους δύο δεν τολμά να ανοίξει σχετική κουβέντα, γιατί και οι δύο ξέρουν πως θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε ένα και μοναδικό αποτέλεσμα: στο τέλος.. Έτσι, αφήνουν τον χρόνο να περνά χωρίς νόημα, ελπίζοντας ίσως σε ένα θαύμα. Και είναι τόσο παράξενο, το γεγονός ότι οι άνθρωποι στη ζωή πολλές φορές αφήνουν να χαθεί με τόση ευκολία κάτι που έχτισαν με κόπο, κάτι για το οποίο γέλασαν, δάκρυσαν, πάλεψαν, μαζί αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Και βέβαια, η ίδια η ζωή δεν πρόκειται να τους δείξει το παραμικρό έλεος. Με την πρώτη αφορμή θα τους χτυπήσει αλύπητα, και θα τους τσακίσει..
Η αφορμή αυτή δεν άργησε να έρθει, όταν ο Δημήτρης θα βρεθεί στο μαγαζί με κάποιους από τους παίκτες που σχεδιάζουν να πάνε στο επόμενο διεθνές τουρνουά. Και επειδή τον τελευταίο καιρό πάει καλά στα εγχώρια, μπορεί άνετα να υποστηρίξει οικονομικά το ταξίδι, κάτι που συνήθως δεν είναι δεδομένο για κανέναν μέσο (και όχι μόνο) παίκτη. Χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη, κλείνει εισιτήρια και ξενοδοχείο μαζί τους, και κανονίζει να στείλει τα λεφτά της συμμετοχής για το τουρνουά το οποίο διεξάγεται σε δύο βδομάδες. Επιστρέφει στο σπίτι και το λέει στην Μαρία, η Μαρία όμως έκπληκτη θα του θυμίσει κάτι που ο ίδιος είχε ξεχάσει: το τουρνουά πέφτει πάνω στην επέτειο τους!.. Δύο χρόνια τώρα που συζούν την έχουν γιορτάσει πολύ όμορφα, δεν μπορεί να αλλάξει αυτό τώρα, όχι και αυτό για χάρη του μπιλιάρδου, υπάρχουν και όρια! Προφανώς, η συγκυρία στην οποία ο Δημήτρης έκανε αυτό το λάθος δεν ήταν και η καλύτερη.. Τους άκουσε κυριολεκτικά όλη η πολυκατοικία, με τον Δημήτρη να φεύγει τελικά χτυπώντας δυνατά πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος, έχοντας πάρει αρκετά ρούχα μαζί του σε μία βαλίτσα. Εκείνος νόμιζε ότι αυτή δεν τον καταλάβαινε, και εκείνη νόμιζε ότι αυτός δεν την αγαπούσε πια. Στη φάση που βρίσκονταν, ήταν οι πιο βολικές εξηγήσεις και για τους δυο τους.. Ήταν η πρώτη φορά που θα χώριζαν, ο Δημήτρης θα έμενε στου Κώστα και θα περνούσε κάποιο πρωί που θα έλειπε στη δουλειά η Μαρία για να πάρει και τα υπόλοιπα πράγματα του. Μέχρι να φύγει για το τουρνουά δεν μπήκε κανείς από τους δύο στη διαδικασία να αναζητήσει τον άλλον, επικρατούσε ο θυμός..
Ο Δημήτρης παρέμενε αποφασισμένος, και προσηλωμένος στον στόχο του. Τώρα που τα πήγαινε καλά, τώρα ήταν που έπρεπε να δώσει ό,τι έχει και δεν έχει για να πετύχει αυτό που ποθούσε τόσο πολύ: μια καλή θέση σε διεθνές τουρνουά. Και δεν θα επέτρεπε σε τίποτα και σε κανέναν να του στερήσουν αυτή τη δυνατότητα. Την ημέρα που έφευγε χαιρέτησε τον Κώστα, εκείνος δεν θα ερχόταν στο τουρνουά.
“Όλα εντάξει? Καλά είσαι φίλε?”
“Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα, πάω να πάρω αυτό που μου ανήκει, τα λέμε όταν γυρίσω”
Ο Κώστας δεν σχολίασε, επίτηδες. Μερικές φορές η σιωπή λέει περισσότερα..
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΚΑΤΩ)