13/08/2024
Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Την λέει ο Μίλτος σε κάθε συναυλία του.
2016. Αύγουστος. Ο Μίλτος βυθισμένος στην κατάθλιψη κι αδύναμος να διαχειριστεί ένα ερωτικό σκοτάδι για μια νεαρή Κύπρια χορεύτρια, την Ανθή. Συνδυασμός να σου τύχει. Πώς να μην αδειάσεις όλες σου τις μάρκες στο τραπέζι;
Ήταν σε μια περιοδεία μαζί με τον δάσκαλο, τον Θάνο Μικρούτσικο. Ο Μίλτος να μην τρώει τίποτα, να μην τρώει και κρέας έτσι κι αλλιώς, και το σαρκοφάγο ο Μικρούτσικος που κατάπινε τις μπριζόλες χωρίς τίποτα πράσινο στην άκρη του πιρουνιού του, να τον τρέχει σε όλες τις ψαροταβέρνες να τον μπουκώσει με κάνα λέπι για να μη ρέψει τελείως.
Σε όλο τον δρόμο από τη μια πόλη στην άλλη, ο δάσκαλος μπροστά να καπνίζει την πίπα του κι από πίσω ο Μίλτος να γράφει, να γράφει. Κάποια στιγμή κι αφού έβλεπε ότι δε μπορούσε να τον κάνει καλά, ο Θάνος τον ρωτάει να δει τι γράφει μπας και του πιάσει λίγο την κουβέντα να ξεχαστεί. Ο Μίλτος του δείχνει τις σημειώσεις του, είναι σκόρπιοι στίχοι για τον επόμενο δίσκο που οραματίζεται. Τους κοιτάζει. Του αρέσουν πολύ. «Να το κάνεις συμφωνικό» του προτείνει. Κι έτσι έγινε. Ο Θύμιος Παπαδόπουλος, ο απόλυτος μάστερ ανέλαβε την ενορχήστρωση.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο δίσκος θα βγει και θα κάνει ξεχωριστή επιτυχία. Ο Θάνος Μικρούτσικος θα φύγει από την ζωή ταλαιπωρημένος από έναν επιθετικό καρκίνο που ναι μεν νίκησε το σώμα του, δεν κατάφερε να αγγίξει στο ελάχιστο, όμως, το ίχνος που άφησε πίσω του στην τέχνη , αλλά και στις ζωές όσων τον γνώρισαν. Ο Μίλτος νίκησε το θηρίο, τερμάτισε το παιχνίδι μέχρι την τελευταία πίστα, μπήκε στο κάστρο (τώρα της Πάφου ήταν, της Κερύνειας, της Λάρνακας, ας μείνει ποιητικό μυστήριο) κι ελευθέρωσε την χορεύτριά του. Έφεραν στον κόσμο κι ένα πολύ όμορφο κυπριοκαλαμαράκι να γίνει ο έρωτας τους αθάνατος, να δικαιωθεί ο μύθος της αγάπης, να πιστέψουν κι οι άθεοι, να πιστέψουμε κι εμείς οι προσφάτως αγνωστικιστές του Έρωτα.
Πλέον στις περιοδείες του Μίλτου λείπει η φυσική παρουσία του δασκάλου, όμως, το πιάνο παίζει ακόμα τα τραγούδια του κι όταν έρχεται η ώρα, στα μεγάλα μερακλώματα, έτσι μυσταγωγικά στον «Τυμβωρύχο», τον ακούμε λίγο μετά το «στις πλατείες που βογκούν» να φωνάζει «ωραίο» κι όλα αρχίζουν ξανά, γιατί τίποτα δεν τελείωσε ποτέ. Όσο τα αστέρια, όπως απόψε, θα πέφτουν το ένα μετά το άλλο στο περιβόλι του ουρανού, όσο θα υπάρχουν νύχτες με περσείδες, όλα μπορούν να συμβούν, αρκεί να έχεις ακόμα την πίστη σου στις ευχές.
Σε εκείνο το χαρτάκι που του έδωσε τότε ο Μίλτος έλεγε:
Πάνω στο μπράτσο χάραξε η μέρα μιαν ευχή
για το χορό που στήσανε στ’ αστέρια οι Περσείδες
τη νύχτα που ξαγρύπνησες μονάχη στο σκαλί
τον ουρανό σου χάρισαν μα πάλι δεν τον είδες.
Δεν πέφτουνε, χρυσάφι μου, τα κάστρα με ευχές
ούτε ξυπνούν τα όνειρα στις μαύρες τις οθόνες
δεν ξεγελούν τον ίσκιο τους οι μοναχές καρδιές
φτιάχνουν χαρμάνι λησμονιάς μα ξημερώνουν μόνες.
Ανοίγω τα χέρια μου που όλο τον κόσμο χώρεσαν
και τώρα πια χωράνε μόνο εσένα.
Στο μπράτσο η μέρα χάραξε με πείσμα κι αντοχή
δυο κρίνα φεγγαρόλουστα που φύτρωσαν στην πέτρα
μη μου ζητάς να σ’ αρνηθώ, ζωή μου και πληγή,
μέχρι να μου τελειώσουνε τα βέλη στη φαρέτρα.
Ανοίγω τα χέρια μου που όλο τον κόσμο χώρεσαν
και τώρα πια χωράνε μόνο εσένα.
Αλλά αφήστε την ανάγνωση. Ο Μίλτος έγραψε ολόκληρο τραγούδι για την ματαιότητα των ευχών κι αυτές του έβγαλαν την γλώσσα. Ίσα που προλαβαίνετε λοιπόν να βγείτε στα μπαλκόνια να κάνετε κι εσείς μια ευχή, πριν κλείσει ο ουρανός τις πόρτες, πριν πέσει η χορεύτρια από το κάστρο, πριν χάσετε την ευκαιρία να πείτε ένα ακόμα «σε ευχαριστώ» στον δικό σας δάσκαλο που είναι πάντα εκεί όταν ματώνετε από τα θηρία. Και πιστέψτε με δεν υπάρχει τίποτα το μεταφύσικό σε αυτήν την ανάγκη. Όλα είναι φυσικά, πολύ φυσικά. Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα.