22/12/2024
Το κόκκινο κραγιόν
Εκείνο το πρωί ήταν λες και ξύπνησα από χειμερία νάρκη. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ και δεν θυμόμουν τίποτα από το προηγούμενο βράδυ.
Στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να θυμηθώ κανένα βράδυ, για όσο καιρό φιλοξενούσαμε τη Μυρτώ, την δωδεκάχρονη βαφτιστήρα του άνδρα μου.
Όταν την είδα να βγαίνει από το δωμάτιο της, αφότου εκείνος έφυγε για τη δουλειά, με πρησμένa μάτια και με υπολείμματα κόκκινου κραγιόν στα χείλη της, ήταν λες και κάποιος κτύπησε την πιο ευαίσθητη χορδή μου.
"Πού το βρήκες αυτό;" της φώναξα σε κατάσταση υστερίας, τρίβοντας ταυτόχρονα με δύναμη το πρόσωπο της με ένα υγρό μαντήλι.
"Άσε με, πονάω έτσι που με πιέζεις" μου απάντησε η μικρή, προτού ξεσπάσει σε ένα βουβό, γνώριμο κλάμα.
Στο άκουσμα αυτού του θρήνου, δεν άργησαν να αναστηθούν οι επί χρόνια θαμμένες αναμνήσεις μου.
Παιδί ήμουν ακόμα όταν ο Πέτρος με ερωτεύτηκε και με διεκδίκησε με σθένος από τους γονείς μου.
Ήταν ο ιδιοκτήτης μίας μεγάλης αλυσίδας ηλεκτρικών ειδών της εποχής και ανακατεμένος σε κάθε λογής πολιτικά παιχνίδια.
Ο πατέρας μου ποτέ δεν τον είδε με καλό μάτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι στην ευχή ήθελε ένας τριαντάρης με μια δεκατριάχρονη κοπελίτσα, που μόλις χθες πήγαινε στο δημοτικό.
Η μάνα μου, πιο ρομαντική εκ φύσεως τον έβλεπε σαν πρωταγωνιστή σε σειρά Άρλεκιν, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον απαγορευμένο καρπό.
"Τι φταίει ο καημένος αν του κουνήθηκε η δικιά μας" τον ρωτούσε με μια επικίνδυνη αφέλεια.
Δεν του πήρε πολύ καιρό να τα καταφέρει. Λίγο η γκρίνια της, για το λαχείο που θα έδιωχναν μέσα από τα χέρια τους, λίγο οι απειλές της πως θα τον παρατήσει, έκαναν τον πατέρα μου να δεχτεί αυτόν τον παράταιρο γάμο, βάζοντας την υπογραφή του για να παντρευτώ μιας και ήμουν ακόμα ανήλικη.
Η τελετή του γάμου έμοιαζε περισσότερο σαν παιχνίδι για εμένα. Πιο πολύ ταυτίστηκα με τα παρανυφάκια, παρά με τις κουμπάρες.
Κρυφτό παίζαμε όταν ήρθε η κομμώτρια να μου φτιάξει τα μαλλιά κι ενοχλήθηκα πολύ, σαν με πήραν από το παιχνίδι για να με παντρέψουν.
Σε όλο το μυστήριο έπνιγα τα χάχανα μου βλέποντας το κορδωμένο μουστάκι του γαμπρού. Αν δεν με αγριοκοίταζε η μάνα μου θα ξεσπούσα σε νευρικά γέλια.
Δε λέγεται πόσο ντράπηκα όταν στο κέντρο που έγινε η δεξίωση, έσκυψε και με φίλησε στα χείλη μπροστά σε όλο το σόι και τις φίλες μου. Όταν τελείωσε το φιλί, κοίταξα τον πατέρα μου, που είχε χαμηλώσει το βλέμμα του σαν να ντρεπόταν κι αυτός μαζί μου.
Εκείνο το βράδυ, μετά το γλέντι έθαψα βαθιά μέσα μου τα κομμάτια μου ένα προς ένα.
Προτού φύγουμε για το σπίτι, ο πατέρας μου παραμένοντας με σκυφτό κεφάλι με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε «να προσέχεις κοριτσάκι μου».
Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο, μου έδωσε ένα κατακόκκινο κραγιόν και με υποχρέωσε να το βάλω στα παιδικά μου χείλη.
Όταν με έκανε δική του, πάνω στο κάτασπρο νυφικό κρεβάτι, ματώνoντας με και λερώνoντας κάθε ίχνος αθωότητας και παιδικότητας με τα σιχαμερά υγρά του, σκότωσε κάθε τι ανέμελο υπήρχε εντός μου μέχρι τότε.
Με το που απόθεσε την τελευταία βαριά ανάσα του πάνω στο κλαμένο πρόσωπο μου, με διέταξε να σηκωθώ από το κρεβάτι, όπου με μια κίνηση τράβηξε τα ματωμένα σεντόνια και τα κρέμασε στο μπαλκόνι, με τους συγγενείς του από κάτω να ουρλιάζουν σαν βάρβαροι, εκστασιασμένοι από το ματωμένo θέαμα.
Δεν είδα ποτέ ξανά το χαμηλωμένο βλέμμα του πατέρα μου. Λίγες μέρες αργότερα πέθaνε από ανακοπή αλλά εγώ ήξερα πως άλλος καημός τον έφαγε, μαζί με τις τύψεις του, που με πούλησαν στην κυριολεξίασε έναν βρωμιάρη χοντρέμπορο.
Όταν έχασα τον μπαμπά μου, ήξερα πως με τη μάνα μου δεν είχα καμμιά ελπίδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να της αναφέρω το παραμικρό και να με νιώσει.
Εξάλλου είχαν πάρει τα μυαλά της αέρα με τα κάθε λογής λούσα και μπιχλιμπίδια που της αγόραζε συχνά πυκνά ο αγαπημένος της γαμπρός, με αποκορύφωμα ένα ολοκαίνουργιο ρετιρέ στην πιο σικ γειτονιά της Αθήνας.
Προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κάνει ένα παιδί μαζί μου, μα απ’ ότι φαινόταν η φύση με προόριζε ακόμα για παιχνίδια κι όχι για πάνες και θηλασμούς.
Κάθε φορά που ήθελε να με κάνει δική του, απαιτούσε να φοράω στα χείλη μου το ίδιο κόκκινο κραγιόν της εταιρίας ‘Λόλα’ και μου φερόταν σαν να ήμουν μια κοινή πoρνη.
Μόλις έβαζα το κοκκινάδι στα χείλη μου ξεσπούσε πάνω μου σαν μαινόμενος ταύρος.
Τον σιχαινόμoυν και το ήξερε, τον φoβόμουν και το ένιωθε. Κι όλο αυτό τον εξίταρε ακόμα περισσότερο.
Oι άσχημες στιγμές είχαν ημερομηνία λήξης. Ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά χρονών, όταν σταμάτησε να με παίρνει με τη βία στο δωμάτιο.
Οι επιθέσεις του αραίωσαν κατά πολύ ώσπου το βράδυ των εικοστών γενεθλίων μου σταμάτησαν εντελώς. Ήταν η τελευταία φορά που απαίτησε να φορέσω το άθλιο φτιασίδι στα χείλη μου προτού προσπαθήσει ανεπιτυχώς να με κάνει δική του.
Την ανεπάρκεια του, την φόρτωσε σε μένα φωνάζοντας με άχρηστη κι αφού με ξυλoφόρτωσε έφυγε από το δωμάτιο μας για πάντα.
Έκτοτε κοιμόταν στον πάνω όροφο και μου απαγόρεψε να το αναφέρω στη μάνα μου, η οποία πέθανε πέρσι χωρίς να έχει μάθει ποτέ το παραμικρό.
Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερος νους για να καταλάβω τι έκανε με το άμοιρο κορίτσι που είχε την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο του κι ας είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν εγώ εκείνο το κορίτσι.
Ευθύς την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου προτρέποντας την να μου τα πει όλα.
Ήξερα πώς να το κάνω...είχα περάσει από τα ίδια σκοτεινά μονοπάτια με εκείνη.
Η μικρή έκλαιγε απαρηγόρητη όση ώρα μου εξιστορούσε με φόβο και ντροπή τα γεγονότα.
Με το που ολοκλήρωσε την αφήγηση της, κάλεσα την αστυνομία κι επειδή ήμουν σίγουρη πως κάτι με πότιζε κάθε βράδυ, ζήτησα τοξικολογική εξέταση.
"Είμαι στη διάθεση σας κύριε αστυνόμε και αποφασισμένη να τον χώσω στη φυλακή για πάντα"
Με την άκρη του ματιού μου, έβλεπα τους αξιωματικούς να παίρνουν τον υπολογιστή που είχε κλειδωμένο στο απαγορευμένο δωμάτιο και να κάνουν φύλλο και φτερό τα πάντα μέσα στο σπίτι.
Πρώτη φορά από τότε που τον γνώρισα αισθανόμουν δυνατή κι αποφασισμένη για όλα.
Η κατάθεση μου στο αστυνομικό τμήμα κράτησε αρκετές ώρες.
Τα γεγονότα έβγαιναν από το στόμα μου σαν χείμαρρος και ήταν θέμα ωρών να τον παρασύρουν στη δίνη τους.
Όταν συνέλαβαν τον Πέτρο, αντίκρυσα ποιος πραγματικά ήταν.
Μία κότα, ένα φοβισμένο τίποτα που μυξόκλαιγε κι έλεγε διαρκώς "είμαι αθώος".
Τυπικά ήμουν ελεύθερη να φύγω, μα προτού το κάνω έπρεπε να του επιστρέψω κάτι που του ανήκε.
Με όση δύναμη είχα μέσα μου, του πέταξα στα μούτρα το κόκκινο κραγιόν, λέγοντας του με στόμφο "θα το χρειαστείς στη φυλακή".
Μόλις βγήκα έξω από το αστυνομικό τμήμα, πήρα μια βαθιά ανάσα κι έτρεξα στον τάφο του πατέρα μου.
Ήθελα να του αφήσω ένα λευκό τριαντάφυλλο και να του εξιστορήσω τα πάντα.
Όταν τελείωσα, σκούπισα τα δάκρυα μου και φεύγοντας, του είπα ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται πια.
Ήταν η πρώτη φορά που περπατούσα χωρίς να σκύβω το κεφάλι.
Ήταν η πρώτη φορά που δεν ντρεπόμουν για μένα.
Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν ελεύθερη!